Τρίτη 28 Απριλίου 2009

τώρα... κρυφά



Πόθε μου αιώνιε,
κρυμμένε μου εραστή
Πιστό αντίγραφο
του οργασμού σου έγινα...

Χαθήκανε οι άνεμοι
στο πέλαγος μωρό μου,
Κοίτα τους… όλοι τους
ταξίδεψαν μακριά από μας.

Έτσι λυτρωμένοι και ήσυχοι
ας στροβιλιστούμε στην γαλήνη
του άκρατου ερεθισμού μας
τώρα.... κρυφά !

Δευτέρα 27 Απριλίου 2009

η πρώτη ερωτική μύηση



Από μικρό αγόρι ένοιωθα την ανάγκη να χαϊδεύω το πουλάκι μου. Έβαζα το χέρι στην τσέπη απ’ το παντελονάκι μου να το αγγίξω. Η τσέπη ήταν βαθειά κι έφτανε μέχρι το βρακάκι μου. Τα δάχτυλα μου το ακουμπούσαν καθώς περπατούσα και η γλύκα ήταν μεγάλη. Γινόταν σκληρό σε δευτερόλεπτα κι έμενε έτσι τεντωμένο, για πάρα πολύ ώρα. Μα δεν ήταν μόνο αυτό…

Τις περισσότερες φορές που η μάνα μου με έκανε μπάνιο στο λουτρό, το πουλάκι μου πρηζόταν και γινόταν κάγκελο, κάθε φορά που το σφουγγάρι της μάνας μου το άγγιζε. Η μάνα μου ήταν πολύ προσεκτική και δεν έκανε σχόλια. Δεν ήθελε να μου δημιουργήσει την εντύπωση πως η στύση μου ήταν κάτι κακό. Την ώρα που με έπλενε, το μόνο που σχολίαζε ήταν πως κυλιόμουν στα χώματα και ήμουν καθημερινά βρώμικος.

Δεν θυμάμαι ακριβώς πότε ήταν, αλλά μια φορά μου ζήτησε να μην βγάλω το βρακί μου όταν θα με έπλενε. Με σαπούνισε με το σφουγγάρι παντού και μετά βγήκε έξω και μου ζήτησε να σαπουνίσω μόνος μου την επίμαχη περιοχή. Τότε ήταν που σκέφτηκα πως ούτε η μάνα μου έπρεπε να το δει. Εκείνο το απόγευμα το πουλί μου είχε αποκτήσει μεγάλη σημασία για μένα…

Όταν μπήκα στο Γυμνάσιο, έκανα παρέα με άλλα αγόρια και στην παρέα μου πολλές φορές συζητάγαμε για γυναίκες και το γυναικείο σώμα. Κάποιος από την παρέα είχε δει μια μεγάλη γυναίκα γυμνή. Μας περιέγραφε το στήθος της και το μουνί της. Κάθε φορά που άκουγα κάτι, ο πούτσος μου – που τώρα είχε πια μεγαλώσει – γινόταν σκληρός σαν ξύλο. Όχι μόνο ο δικός μου. Σχεδόν όλα τα παιδιά από την παρέα μας ένοιωθαν παρόμοια και τα παντελόνια μας φούσκωναν μπροστά. Τα βλέπαμε και γελάγαμε.

Ήμουν 13 χρονών, όταν ένα μεσημέρι, περπατώντας σε κάποιο στενό κοντά στο σπίτι μου, πέρασα μπροστά από ένα μισάνοιχτο παράθυρο ενός υπογείου διαμερίσματος. Η κουρτίνα ήταν λίγο τραβηγμένη. Όταν κοίταξα μέσα από την μισάνοιχτη χαραμάδα της, τρελάθηκα. Στο βάθος του μισοσκότεινου δωματίου, καθισμένη στα γόνατα κάποιου μισο-ξαπλωμένου άντρα, ήταν μια 35χρονη γυναίκα .

Είχε σηκώσει το ένα πόδι της και το ακουμπούσε στην άκρη του κρεβατιού. Αυτός με το ένα χέρι του την χάιδευε ανάμεσα στα μπούτια κι έσκυβε πίσω από την πλάτη της. Δεν μπορούσα να διακρίνω το πρόσωπο του. Αυτή όπως καθόταν, είχε χώσει το αριστερό της χέρι μέσα από το άνοιγμα του παντελονιού του και του τον χάιδευε.

Έσκυψα να βλέπω καλύτερα. Ευτυχώς δεν με είδε κανένας τους. Μπορούσα να διακρίνω καθαρά το χέρι του άντρα που είχε μπει τώρα μέσα στο λευκό βρακί της. Τα μάτια της μισόκλειστα, τα χείλια της ανοιχτά, αισθανόταν όλη της κάβλα του εραστή της που την χάιδευε. Άνοιξε πιο πολύ τα κατάλευκα μπούτια της και το θέαμα που μου πρόσφερε ήταν μοναδικό!…

Ο πούτσος μου έγινε για άλλη μια φορά κάγκελο, χωρίς να τον αγγίξω! Δεν θυμάμαι πόση ώρα έμεινα εκεί σκυφτός να βλέπω. Δεν ξέρω ούτε αν κι εκείνη με είδε που κοιτούσα. Κάποια στιγμή ντράπηκα κι έφυγα τρέχοντας!Αργότερα στο σπίτι όταν έφτασα, πήγα κατευθείαν στο λουτρό, κλείδωσα την πόρτα, κατέβασα το παντελόνι και το βρακί μου κι άρχισα να τον χαϊδεύω. Ένοιωθα τεράστια ηδονή.

Προσπάθησα να βγάλω το πουτσοκέφαλο έξω και με δυσκολία το κατάφερα. Πονούσα λίγο.Χάιδεψα το γυμνό κατακόκκινο πρησμένο κεφάλι κι η ηδονή που ένοιωσα ήταν πρωτόγνωρη. Ο πούτσος μου είχε μεγαλώσει τόσο που τον είχα ξαναδεί τόσο μεγάλο. Πήρα το καθρεφτάκι της μάνας μου μέσα από ένα τσαντάκι που ήταν δίπλα και το έβαλα ανάμεσα στα σκέλια μου. Ήθελα να δω και από κάτω τα αρχίδια μου.Τα μπαλάκια μου είχανε μεγαλώσει κι αυτά και είχαν έντονα ροζ χρώμα.

Η ένταση μεγάλωνε, η καρδιά μου χτυπούσε γρήγορα σε όλη τη διάρκεια της διαδικασίας. Με το δεξί μου χάιδευα τον κορμό του πούτσου μου, από τη βάση μέχρι το κεφάλι του. Με το αριστερό, έπιανα τις λίγες τριχούλες που είχα βγάλει γύρω – γύρω. Συνέχεια τον κοίταζα και θαύμαζα τις λεπτές μπλε φλεβούλες που βγήκαν κατα μήκος του.Η γλύκα ήταν πρωτόγνωρη κι ανακατεμένη με λίγο πόνο. Αλλά μου άρεσε. Ξαφνικά ο πόνος δυνάμωσε και μια ανατριχίλα ένοιωσα σε όλο μου το κορμί. Ένα ρίγος στην πλάτη σε όλο το μήκος της σπονδυλικής μου στήλης…

Ήταν σαν να με διαπέρασε ηλεκτρικό ρεύμα. Είδα και μια σταγόνα ατην τρυπούλα του πουτσοκέφαλου μπροστά. Την σκούπισα με το δάχτυλο και συνέχισα.Να κι άλλη σταγόνα αμέσως, και μετά ήρθε η έκρηξη… Πόνεσα. Με γουρλωμένα τα μάτια έβλεπα τα υγρά να εκσφενδονίζονται μακρυά πάνω στα άσπρα πλακάκια του λουτρού στον απέναντι τοίχο. Έχυνα χωρίς σταματημό και το μουσκεμένο χέρι μου ανεβοκατέβαινε με μεγάλη ταχύτητα.

Με τα μάτια κλειστά τώρα φανταζόμουνα την γυναίκα που είχα δει πριν λίγο. Τα υγρά που έχυνα, ήταν αφιερωμένα σε κείνην! Η καρδιά μου με 200 παλμούς το δευτερόλεπτο… Μετά χαλάρωσα, σκουπίστηκα κι ανέβασα το εσώρουχο.Ήταν η πρώτη μου ερωτική μύηση που ποτέ δεν ξέχασα από τότε...

Τρίτη 21 Απριλίου 2009

the windmills of your mind



δεν θυμάμαι πια, πέρασαν χρόνια που ‘χω να σε δω,
Άμστερνταμ, καλοκαίρι κάποιου χρόνου,
Παλιό ξύλινο πάτωμα, χαλιά απλωμένα
Το μαρμάρινο τζάκι με τα γλυπτά φυτά να καίει,
Το δερμάτινο καθιστικό με το τεράστιο τραπέζι μπροστά,
Τα πήλινα άδεια βάζα και το μεγάλο γυάλινο μπλε τασάκι
Η μουσική στο στέρεο με τον Jose Feliciano…

Εσύ ακουμπισμένη στον ώμο μου, κλειστά τα μάτια,
Το λευκό σου χέρι να χαϊδεύει απαλά το γόνατο μου,
Η μπαλκονόπορτα στο μπαλκόνι ανοιχτή,
Έξω η βροχή να μουσκεύει τη σκέψη μου,
Η κουζίνα με τον καφέ στο θερμός να τον κρατά ζεστό,

- μην κάνεις όνειρα για μας, σου είπα χαμηλόφωνα
- πως ξέρεις τι σκέφτομαι; απάντησες
- δεν ξέρω, απλά … έτσι ένοιωσα!

Ένοιωθα την αναπνοή σου στον λαιμό, ανατρίχιασα,
Έσκυψα και σε φίλησα απαλά στα χείλια
Παραμέρισα το χέρι σου από πάνω μου,
Το άφησα απαλά στον μηρό σου.
Σηκώθηκα, φόρεσα το παλτό μου. Δεν με κοίταξες.
Ίσως είχες αποκοιμηθεί,
Έκλεισα απαλά την εξώπορτα, κατέβηκα τη σκάλα.
Έφυγα έτσι αθόρυβα όπως είχα έρθει
Στο κανάλι μπρος στο σπίτι σου, πέρασε ένα πλοίο,
Η ομίχλη, η ψιλή βροχή, το τραμ που ερχόταν
Ο μόνος ήχος που συνόδευε την ανυπαρξία σου…

Δευτέρα 20 Απριλίου 2009

ταξίδι στ' ανοιχτα



Είσαι για ένα ταξίδι στ' ανοιχτά;
Είσαι έτοιμη για ένα ρίσκο;
Αν ναι, θέλω να μου υποσχεθείς
πως δεν θα πάρεις το δελτίο του καιρού ,
ούτε προμήθειες κι αποσκευές...
Θα δέσουμε την άγκυρα μας
στα φτερά των γλάρων
και θα ορίσουμε τιμονιέρη μας
το πιο τρελό και γρήγορο δελφίνι.
Θα σου χαρίσω το γαλάζιο του πελάγου,
όλο το χρυσάφι του ήλιου
κι όλο το ροζ του δειλινού.
Να 'χεις χρώματα πολλά να βάφεις
τους πόθους και τις σκέψεις σου.

Θα γεμίσω τ' αμπάρι μας με όνειρα,
να 'χεις πολλά, να μη φοβάσαι
πως κάποτε θα σου τελειώσουν,
κι αν κουρστείς απ' όσα σου προσφέρω,
θα γίνομαι χρυσόσκονη να σε στολίζω,
ν' αντανακλώ εσένα..., μην απορείς!
Αν έχει λιακάδα, θα απλώσουμε
τα δίχτυα της ζωής μας στην κουβέρτα
και θα μπαλώσουμε τις τρύπες
που μας άνοιξαν οι καρχαρίες.
Αν έρθει η βροχή, θα δέσουμε
τη ψυχή μας στ' άλμπουρο να ξεπλυθεί.

Είσαι επιτέλους για ένα ταξίδι στ' ανοιχτά;
Είσ' έτοιμη για ένα ρίσκο;

Παρασκευή 17 Απριλίου 2009

η μεγάλη αγάπη



Η μεγάλη αγάπη έρχεται στη ζωή χωρίς συστάσεις, χωρίς ταυτότητα. Είναι εκείνο το απίστευτο συναίσθημα της βεβαιότητας που σου παρέχεται απλόχερα.

Η μεγάλη αγάπη δεν λέει πολλά λόγια, στέκει δίπλα σου αμίλητη κάνοντας το έργο της πράξη. Σου δίνεται ολόψυχα, χωρίς αντιπαροχή. Την ξευτελίζεις, την ταπεινώνεις, χάνει την υπόστασή της κι όμως μένει εκεί. Έχει αντίπαλο το μίσος των ανθρώπων, ντρέπεται, πονάει, ματώνει, και όμως μένει εκεί.

Η μεγάλη αγάπη δεν έχει νικητή και ηττημένο. Σαν διάττοντας αστέρας χάνεται και ξαναβρίσκεται, μια ιδιότητα που η μεγάλη αγάπη έχει. Στέκει ανίκητη, δεν μετανιώνει ποτέ, σου χαρίζει το καλύτερο κομμάτι της ψυχής της, το είναι της ολόκληρο.

Η μεγάλη αγάπη είναι αναλλοίωτη στο πέρασμα του χρόνου και πάντα επίκαιρη στην ψυχή σου. Όσο και αν εξελίσσεσαι σαν άνθρωπος, εκείνη είναι πάντα εκεί μέσα σου, να σε συντροφεύει σε κάθε βήμα. Σου κάνει παρέα στα δύσκολα, σου δημιουργεί όνειρα, δεν σταματάει ποτέ, δεν πεθαίνει ποτέ.

Είναι εκείνη η φλόγα που επίμονα τρεμοπαίζει στο σκοτάδι της ψυχής σου. Είναι εκείνο το χαμόγελο που σχηματίζεται στα χείλη σου στη θύμησή της. Είναι το βορεινό αστέρι στον ουρανό, τις νύχτες της μοναξιάς σου.

Είναι το δάκρυ που θα κυλήσει στην προσφώνηση ενός ονόματος. Είναι το χάραμα που θα σε βρει ξενυχτιστησμένο μ' ένα τσιγάρο στα χείλη, με μάτια κομμένα και με κορμί κουρελιασμένο. Είναι το τραγούδι που θα ακούσεις και οι στίχοι του άλλοτε θα σε κάνουν να χαμογελάσεις, κι άλλοτε να δακρύσεις.

Η μεγάλη αγάπη είναι πόνος, δύναμη, είναι αλήθεια και πάθος. Η μεγάλη αγάπη είναι ανίκητη!

---------------------------------------------------
Ευχαριστώ από καρδιάς τον Παλιάτσο
http://enaspaliatsos.blogspot.com
που μου χάρισε αυτό το κείμενο
να το δημοσιεύσω στο blog μου.

Τρίτη 14 Απριλίου 2009

λεπτό με το λεπτό




Ξέρεις πως δεν έχω τίποτα να σου δώσω
κι είναι τόσο δύσκολο να σου εξηγήσω
γιατί μου αρέσει να ζω και ν’ αναπνέω
κάθε φορά που κοιτάζω εσένα
σ’ ένα ταξίδι από τα χείλια ως τα μάτια σου
αντανάκλαση του μικρού κοριτσιού
ή μια ανακάλυψη του οίκτου σου για μένα...


κι αν δεν ήταν τόσο ωραία εδώ
θα μπορούσα να έρθω μαζί σου
μα έχω βαρεθεί να σου ζητώ συγγνώμη
κι είναι βέβαιο πως δε μπορώ πια ν' αλλάξω
γιατί ο κόσμος είναι μια χούφτα χιόνι
κι η κατανόηση δείχνει ν' αργοπεθαίνει
λεπτό με το λεπτό...

απάντηση σ' έναν ποιητή



Μη κλαις, σιγοτραγούδα πρώτα,
μπροστά σ’ αυτή τη βαριά, κλειδωμένη πόρτα.
Έχει χορτάσει από δάκρυα το πλατύ της πεζούλι,
έχει πιει αγάπες, στιγμές και μεδούλι.

Τα πράγματα που σε κάνουν να γελάς. Τα πράγματα που σε κάνουν να κλαις. Να τραγουδάς και να σιωπάς. Να τρέχεις. Να φοβάσαι. Να ζητάς και να δίνεις. Δεν είναι και δεν μπορεί να είναι τα ίδια με αυτά που προκαλούν τις ίδιες αντιδράσεις σε εμένα ή σε οποιονδήποτε άλλο.

Δεν μπορεί κανένας μαλάκας να κρίνει τους φόβους και τις ελπίδες σου. Δεν μπορεί κανένας να σταθεί απέναντι σου και να σου πει ότι κάνεις λάθος. Κανένας. Και δεν θα επιχειρήσω ποτέ να το κάνω.

Έχω δει ανθρώπους που δεν θα σάλευαν καν ακόμη κι αν δίπλα τους γινόταν έκρηξη, και κάποιους άλλους που θεωρούσαν έκρηξη ένα απλό φύσημα του αέρα. Έχει σημασία; Σημασία έχει το πως νιώθουμε.

Πρώτα δίνεις το χέρι και βγάζεις τον άλλον μέσα από τον βούρκο και μετά τον ρωτάς πως έπεσε. *Αν* τον ρωτήσεις ποτέ. *Αν* χρειάζεται να τον ρωτήσεις.

Μπορεί οι δαίμονες που χορεύουν γύρω μας τις νύχτες και τα ουρλιαχτά που ηχούν στα αυτιά μας τα άδεια πρωινά του καλοκαιριού να μην είναι τα ίδια. Είναι ίδιες οι ανάγκες μας όμως. Είναι ίδια η ανάγκη μας για Ανθρώπινη επαφή.

Για απλωμένα χέρια και καθαρές φωνές. Για δυο λέξεις φιλικές. Αληθινές. Για ένα τηλεφώνημα μέσα στην νύχτα. Αγωνίας η χαράς. Για δυο κουβέντες σταράτες. Για κάτι αυθεντικό – και κατ’ επέκταση όμορφο.

Είναι κοινά τα πράγματα που μας ανατριχιάζουν. Η βροχή και η θάλασσα. Ο μεγάλος περίπατος στην άκρη της νύχτας. Τα παραμύθια που δεν έχουν τέλος. Η μουσική. Αυτή η πλανεύτρα μουσική. Και εκείνος ο γαμημένος αέρας που ξυπνάει την λήθη. Είναι ίδιο το αποτέλεσμα που έχουν οι κραυγές μας τις νύχτες. Και η σιωπή μας όλα τα ατελείωτα πρωινά του χειμώνα.

Μικρούλη, μη χτυπάς, δε θα σου ανοίξει ποτέ πια κανείς,
τι κι αν μπορείς, πάντα είναι αργά και νωρίς
να τους πεις τα μυστικά σου και τα δικά σου·
πάρε πινέλα, χρώματα, ζωγράφισε τα φτερά σου
και πέτα πάνω από κάμπους μέσα σε κήπο κρυφό
σα περιστέρι ραμμένο στο ρούχο σα φυλαχτό,
φτιάξε στεφάνι στα μαλλιά κόκκινη ζίνια,
πίσω απ’ τη πόρτα όλου του κόσμου να ξορκίσεις την ασχήμια.

Μακάρι να υπήρχαν μαγικές συνταγές και χάπια και κουμπιά και τρόποι. Μακάρι να μπορούσαμε να ξυπνήσουμε το πρωί κάπου αλλού. Σε ένα πιο όμορφο μέρος. Μακάρι όλα τα γέλια και οι λέξεις και οι υποσχέσεις να ήταν αληθινά. Μακάρι να μπορούσαμε να τα βάζαμε όλα σε μια σειρά και να φτιάχναμε τον μικρόκοσμο μας όπως θέλαμε εμείς.

Δεν ξέρω αν το έμαθες με τον εύκολο ή τον δύσκολο τρόπο – αλλά δεν γίνεται. Αυτό που μπορεί να γίνει όμως, είναι να προσπαθήσουμε. Σιγά σιγά. Λίγο λίγο. Ένα μικρό βηματάκι την φορά. Και μπορεί να μάθουμε τι μας πλάνεψε και τι μας λιγόστεψε. Κάποιες στιγμές θα προχωράμε. Θα σηκωνόμαστε.

Κάποιες άλλες θα πέφτουμε και θα κατρακυλάμε. Θα κλαίμε και θα γελάμε. Θα απογοητευόμαστε και θα γεμίζουμε με πίστη. Όλα μέρος της ίδιας παράστασης είναι. Τουλάχιστον ας μην είμαστε με. Ας φταίμε μόνο εμείς για εμάς.

Φτάσε εκεί που δε μπορείς ούτε στα όνειρά σου,
απ’ τον αέρα πιάσου, τάξε τα δάκρυά σου
να μη βαρύνουνε ποτέ το πέταγμά σου
και χίλια γέλια σου σκόρπα στο πέρασμά σου
να φτάσουν σ’ εκείνους που ταξιδεύουνε κοντά με σένα
κι εμένα ­- μια άκρη ασημένια για στέμμα
να ’χεις για ήλιο και φεγγάρι και παρέα.
Μη κλαις, πρώτη φορά και τελευταία.

Για να σε καταλάβω πρέπει να μείνω άδειος απέναντί σου, να γεμίσω από σένα, να σε πάρω μέσα μου, να γίνω εσύ. Αν μπορώ να σε προσλάβω αναλλοίωτη, μπορώ να ανοιχθώ μαζί σου στην εμπειρία της πραμάτειας μου.

Γι’ αυτό εσύ σιγά-σιγά, το πρώτο βήμα που θα κάνεις μπροστά κι αργά είναι η αρχή για ένα ταξίδι σε κόσμο ολάνοιχτο, ... κράτα το βλέμμα σου μπροστά κι ασάλευτο.


Υπογραφή: ένας άγνωστος λαθραναγνώστης