Τρίτη 14 Απριλίου 2009

απάντηση σ' έναν ποιητή



Μη κλαις, σιγοτραγούδα πρώτα,
μπροστά σ’ αυτή τη βαριά, κλειδωμένη πόρτα.
Έχει χορτάσει από δάκρυα το πλατύ της πεζούλι,
έχει πιει αγάπες, στιγμές και μεδούλι.

Τα πράγματα που σε κάνουν να γελάς. Τα πράγματα που σε κάνουν να κλαις. Να τραγουδάς και να σιωπάς. Να τρέχεις. Να φοβάσαι. Να ζητάς και να δίνεις. Δεν είναι και δεν μπορεί να είναι τα ίδια με αυτά που προκαλούν τις ίδιες αντιδράσεις σε εμένα ή σε οποιονδήποτε άλλο.

Δεν μπορεί κανένας μαλάκας να κρίνει τους φόβους και τις ελπίδες σου. Δεν μπορεί κανένας να σταθεί απέναντι σου και να σου πει ότι κάνεις λάθος. Κανένας. Και δεν θα επιχειρήσω ποτέ να το κάνω.

Έχω δει ανθρώπους που δεν θα σάλευαν καν ακόμη κι αν δίπλα τους γινόταν έκρηξη, και κάποιους άλλους που θεωρούσαν έκρηξη ένα απλό φύσημα του αέρα. Έχει σημασία; Σημασία έχει το πως νιώθουμε.

Πρώτα δίνεις το χέρι και βγάζεις τον άλλον μέσα από τον βούρκο και μετά τον ρωτάς πως έπεσε. *Αν* τον ρωτήσεις ποτέ. *Αν* χρειάζεται να τον ρωτήσεις.

Μπορεί οι δαίμονες που χορεύουν γύρω μας τις νύχτες και τα ουρλιαχτά που ηχούν στα αυτιά μας τα άδεια πρωινά του καλοκαιριού να μην είναι τα ίδια. Είναι ίδιες οι ανάγκες μας όμως. Είναι ίδια η ανάγκη μας για Ανθρώπινη επαφή.

Για απλωμένα χέρια και καθαρές φωνές. Για δυο λέξεις φιλικές. Αληθινές. Για ένα τηλεφώνημα μέσα στην νύχτα. Αγωνίας η χαράς. Για δυο κουβέντες σταράτες. Για κάτι αυθεντικό – και κατ’ επέκταση όμορφο.

Είναι κοινά τα πράγματα που μας ανατριχιάζουν. Η βροχή και η θάλασσα. Ο μεγάλος περίπατος στην άκρη της νύχτας. Τα παραμύθια που δεν έχουν τέλος. Η μουσική. Αυτή η πλανεύτρα μουσική. Και εκείνος ο γαμημένος αέρας που ξυπνάει την λήθη. Είναι ίδιο το αποτέλεσμα που έχουν οι κραυγές μας τις νύχτες. Και η σιωπή μας όλα τα ατελείωτα πρωινά του χειμώνα.

Μικρούλη, μη χτυπάς, δε θα σου ανοίξει ποτέ πια κανείς,
τι κι αν μπορείς, πάντα είναι αργά και νωρίς
να τους πεις τα μυστικά σου και τα δικά σου·
πάρε πινέλα, χρώματα, ζωγράφισε τα φτερά σου
και πέτα πάνω από κάμπους μέσα σε κήπο κρυφό
σα περιστέρι ραμμένο στο ρούχο σα φυλαχτό,
φτιάξε στεφάνι στα μαλλιά κόκκινη ζίνια,
πίσω απ’ τη πόρτα όλου του κόσμου να ξορκίσεις την ασχήμια.

Μακάρι να υπήρχαν μαγικές συνταγές και χάπια και κουμπιά και τρόποι. Μακάρι να μπορούσαμε να ξυπνήσουμε το πρωί κάπου αλλού. Σε ένα πιο όμορφο μέρος. Μακάρι όλα τα γέλια και οι λέξεις και οι υποσχέσεις να ήταν αληθινά. Μακάρι να μπορούσαμε να τα βάζαμε όλα σε μια σειρά και να φτιάχναμε τον μικρόκοσμο μας όπως θέλαμε εμείς.

Δεν ξέρω αν το έμαθες με τον εύκολο ή τον δύσκολο τρόπο – αλλά δεν γίνεται. Αυτό που μπορεί να γίνει όμως, είναι να προσπαθήσουμε. Σιγά σιγά. Λίγο λίγο. Ένα μικρό βηματάκι την φορά. Και μπορεί να μάθουμε τι μας πλάνεψε και τι μας λιγόστεψε. Κάποιες στιγμές θα προχωράμε. Θα σηκωνόμαστε.

Κάποιες άλλες θα πέφτουμε και θα κατρακυλάμε. Θα κλαίμε και θα γελάμε. Θα απογοητευόμαστε και θα γεμίζουμε με πίστη. Όλα μέρος της ίδιας παράστασης είναι. Τουλάχιστον ας μην είμαστε με. Ας φταίμε μόνο εμείς για εμάς.

Φτάσε εκεί που δε μπορείς ούτε στα όνειρά σου,
απ’ τον αέρα πιάσου, τάξε τα δάκρυά σου
να μη βαρύνουνε ποτέ το πέταγμά σου
και χίλια γέλια σου σκόρπα στο πέρασμά σου
να φτάσουν σ’ εκείνους που ταξιδεύουνε κοντά με σένα
κι εμένα ­- μια άκρη ασημένια για στέμμα
να ’χεις για ήλιο και φεγγάρι και παρέα.
Μη κλαις, πρώτη φορά και τελευταία.

Για να σε καταλάβω πρέπει να μείνω άδειος απέναντί σου, να γεμίσω από σένα, να σε πάρω μέσα μου, να γίνω εσύ. Αν μπορώ να σε προσλάβω αναλλοίωτη, μπορώ να ανοιχθώ μαζί σου στην εμπειρία της πραμάτειας μου.

Γι’ αυτό εσύ σιγά-σιγά, το πρώτο βήμα που θα κάνεις μπροστά κι αργά είναι η αρχή για ένα ταξίδι σε κόσμο ολάνοιχτο, ... κράτα το βλέμμα σου μπροστά κι ασάλευτο.


Υπογραφή: ένας άγνωστος λαθραναγνώστης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Γράψε ελεύθερα το σχόλιο σου,
Θα το αντέξω...