Κυριακή 28 Ιουνίου 2009

τρυφερότητα



Κάθεσαι απέναντι μου χωρίς να μπορώ να διαβάσω πλέον το βλέμμα σου. Αναρωτιέμαι τι σκέφτεσαι όταν με κοιτάς. Αν πίσω από το βλέμμα σου αυτό κρύβεται η επιθυμία, η αδιαφορία, ή κάτι άλλο. Αναρωτιέμαι και για τις δικές μου σκέψεις, συχνά.

Είναι φορές που θέλω να μην σου μιλώ. Θέλω να σκύψω πάνω σου και να κολλήσω τα χείλη μου στα δικά σου, να σου ψιθυρίσω λόγια έρωτα, να περάσω τη γλώσσα μου πάνω στο δέρμα σου. Ξέρω πως αυτό μου ζητάς και τώρα για να καλύψεις την ανασφάλεια που νοιώθεις για τη σχέση μας.

Μένω τότε με την εντύπωση πως δεν υπάρχει τίποτε άλλο πέρα από έναν σκληρό πόθο. Για το σώμα σου, το χρόνο σου, την παρουσία σου στη ζωή μου. Λίγο αργότερα όμως μωρό μου, λίγο αργότερα.

Έρχεται ένα αίσθημα που με τυλίγει σαν ζεστή ομίχλη. Εκεί που νιώθω πως διεκδικώ –όλο μου το Είναι, αυτό είναι ένα τεράστιο «Θέλω!» –, έρχεται ξαφνικά η τρυφερότητα και το μόνο που επιθυμώ είναι να σου χαϊδέψω το κεφάλι σαν να είσαι ένα μικρό αγαπημένο παιδί.

Μέσα σε μια στιγμή νιώθω τη συναισθηματική σου φόρτιση, νιώθω το μπέρδεμά σου, την ανάγκη σου γι αγάπη και θαυμασμό. Σε καταλαβαίνω. Είναι και δικά μου αυτά τα συναισθήματα, μα δεν πρέπει να στα βγάλω προς τα έξω. Θα είναι λάθος μου να μάθεις πως τελικά η σχέση μας με κούρασε.

Είμαστε μπερδεμένα πλάσματα, οι άνθρωποι. Γεμάτα ατέλειες, που σημαδεύουν την ψυχή μας, σαν το ίχνος που αφήνουν τα σαλιγκάρια πίσω τους στο αργό ταξίδι τους από το ένα μονοπάτι στο άλλο... Είναι αυτές οι ατέλειες που με κάνουν να ενδίδω στην τρυφερότητα. Λιώνω από τρυφερότητα για σένα, όπως ο χιονάνθρωπος κάτω απ’ τη βροχή.

Είμαστε τόσο εύθραυστοι, οι άνθρωποι. Πόσες μελανιές μπορεί ν’ αντέξει το Εγώ μας; Φιλοδοξούμε να γίνουμε σκληροί, να μην νιώθουμε τον πόνο. Μια καλή λέξη όμως, κι έρχονται τα πάνω κάτω, από απαθή λιοντάρια μεταμορφωνόμαστε σε σκυλάκια του καναπέ...

Έτσι νοιώθεις κι εσύ. Πληγωμένη από την προηγούμενη σχέση σου, ζητάς έναν άντρα γεμάτο τρυφερότητα για σένα. Έτσι, ενδίδω στα θέλω σου, χωρίς να μάθεις ποτέ πως εγώ σαν άντρας, δεν υποκύπτω σε συναισθήματα. Απλά, σου πουλάω αυτό που θέλεις ν’ αγοράσεις.

Μετά επανέρχομαι. Επιστρέφω στη φιλοδοξία μου να είμαι σκληρός μαζί σου, που είναι η πιο σίγουρη συνταγή για να είσαι ευτυχισμένη. Γιατί δεν έμαθες ποτέ μωράκι μου, πως αυτό που ζητάω από σένα είναι το γαμήσι και η απόλυτη υποταγή σου. Καμιά γυναίκα σαν εσένα δεν το έμαθε αυτό.

Όμως κανείς δεν μπορεί να με κατηγορήσει επειδή προσπάθησα, έστω και υποκρινόμενος, να σου δώσω ότι σου λείπει. Κι αυτό που σου λείπει είναι η ψεύτικη τρυφερότητα. Όλα τ’ άλλα θα παραμείνουν ιστορία.. .

Παρασκευή 26 Ιουνίου 2009

απόλυτα δικιά μου



Σκέφτομαι όλα αυτά που περάσαμε στις διακοπές μας και κυρίως όσα προλάβαμε να πραγματοποιήσουμε απ’ αυτά που είχαμε προγραμματίσει…

Βάζω πάντα ένα χαμόγελο στο πρόσωπό μου όταν κάνω αναδρομή στο κοντινό παρελθόν, από τότε που με γνώρισες… Μετρώ τις φορές που ο σκληρός σαν ατσάλι πούτσος μου μπήκε μέσα σου… Μετρώ τις φορές και τις ποσότητες που έχυσα για σένα… ανεξέλεγκτα.

Ήθελες υπέρμετρη τρυφερότητα να χύσεις κι εσύ, κάτι που κατάλαβα από την πρώτη φορά του έρωτα μας. Θυμάμαι κάθε λέξη λατρείας που ψέλλιζες όταν στον είχα μέσα. Θυμάμαι τις στάσεις μας πάνω στο κρεβάτι, και πως σου άρεσε να σε παίρνω, την κάθε λέξη, κάθε ήχο…

Απολαμβάνω ιδιαίτερα το γεγονός πως κυβερνιέμαι από την καύλα μου, που στέλνει μηνύματα πάθους στις απολήξεις των νεύρων μου που τραγουδούν στα εσωτερικά βάθη του πυρήνα της ύπαρξής μου…

Με είχες ερωτευθεί παράφορα κι ένιωθες καλά με έναν άντρα σαν εμένα στη ζωή σου. Δεν κατάφερες ποτέ να μου επιβληθείς, όσο κι αν προσπάθησες. Σε συνέπαιρνε το αντριλίκι κι ο απόλυτος χαρακτήρας μου. Ένιωθες γατούλα στην αγκαλιά μου…

Τα χέρια μου σε φυλάκιζουν στο κρεβάτι καθώς αφήνω έναν ακόμη αναστεναγμό… Είμαστε ξαπλωμένοι εδώ και πολύ ώρα. Έχει έρθει η στιγμή να σηκωθούμε, αλλά κανείς από τους δυο μας δεν υποχωρεί… σε τραβάω στην αγκαλιά μου… Σε ακινητοποιώ έτσι ώστε να μη μπορείς να σηκωθείς…

Αφήνεις να βγει από το στόμα σου μια κλαψιάρικη κραυγή, σαν να με ικετεύεις να σ’ αφήσω… Κάθεσαι ήρεμη μέσα στην αγκαλιά μου κρύβοντας κάποια αναφιλητά, αλλά στην πραγματικότητα εξετάζεις την επόμενη κίνησή σου…

Τα δάχτυλά σου παίζουν στο πούτσο μου και λίγο μετά γλιστρούν ανάμεσα στα χοντρά αρχίδια μου. Πάντα σου άρεσε να με ερεθίζεις τρίβοντας τα γεννητικά μου όργανα, γυμνός ή ντυμένος. Κλείνω τα μάτια μου και επικεντρώνομαι στη διαμόρφωση της επόμενης πρότασης που θα εκστομίσω…

Το δάχτυλό σου εγκαταλείπει τον πούτσο μου κάνοντάς με να βγάλω ένα αναφιλητό… Ακούω το γέλιο σου… Τα δάχτυλά σου αγκαλιάζουν ξανά τον πούτσο μου… Σε κάθε σου χάδι, χάνω κάθε αίσθηση του ελέγχου. Το κορμί μου τινάζεται… συσπάσεις και σπασμοί με κυριεύουν… Το μυαλό μου κολυμπά στους χυμούς της καύλας μου…

Μπορώ ν’ ακούσω αναστεναγμούς και μικρές κραυγές, αλλά δεν ξέρω αν προέρχονται από εμένα… Κι εκεί που είμαι έτοιμος να χύσω από την διαδικασία της έλκυσης, αισθάνομαι το κορμί σου πάνω στο δικό μου… Θέλω να σε γυρίσω μπρούμιτα να στον χώσω πισωκολλητά σαν σκυλάκι, αλλά δεν με αφήνεις. Είσαι ξαπλωμένη πάνω μου.

Σχεδόν με σκεπάζεις μ’ έναν όμορφο τρόπο και μ’ αρέσει να νιώθω το βάρος σου… Βάζεις το χέρι από πίσω ψηλαφίζοντας τον κορμό του πούτσου που είναι έτοιμος να χαθεί στην τρυπούλα σου. Τα μάτια μου δεν ανοίγουν με τίποτα… αρνούνται ν’ ανοίξουν… σε λίγο νιώθω τα δάχτυλα σου να οδηγούν το πρησμένο πάθος μου βαθειά μέσα στο υγρό μουνάκι σου.

Η καύλα μου ενώνεται με την δικιά σου και σ’ αφήνω να χύσεις ανάμεσα σε σπασμούς και άναρθρες κραυγές. Φιλώ τον ιδρώτα σου ανάμεσα στα στήθια σου… σε κρατώ σφικτά και ψιθυρίζω στο αυτί πόσο σ’ αγαπώ. Είναι η λέξη κλειδί που ξέρω πως θέλεις να ακούσεις. Εκείνη τη στιγμή χύνω μέσα σου τους χυμούς της καύλας μας…

Κανείς δεν σε ξέρει όπως εγώ. Είσαι απόλυτα δικιά μου και σ’ εξουσιάζω!

Σάββατο 20 Ιουνίου 2009

5 λεπτά


Ένα γράμμα στο mail μου

5 λεπτά, έχω 5 λεπτά ακόμα πριν τρέξω να προλάβω για το γραφείο. Τελευταία δε μου φτάνει ο χρόνος, δεν είμαι καλά. Έχω φοβερό πονοκέφαλο αλλά ήθελα να γράψω για εσένα στη γνωστή διεύθυνση που μου έδωσες.

Ένα παράπονο σου που δεν σου έγραφα, μαζί με τα άλλα σου παραπόνα. Πολλά παραπόνα επειδή δε μας βγήκε και πέσανε όλα πάνω μου. Και όσο φώναζα ότι δε πάει άλλο, τόσο δε με άκουγες και εξαφανιζόμουν… γιατί πονούσα.

Τι κάνεις; ανησυχώ για εσένα. Εγώ δεν είμαι καλά το ξέρεις ήδη. Θα ήθελα να ήμουν τώρα εκεί στη γνωστή φωλίτσα μας σήμερα μετά το γραφείο, να σου πω ότι είμαι δίπλα σου. Αλλά δε θα έρθω κοντά σου. Γιατί πάλι θα ζητώ τα χάδια και την κάυλα σου σαν τρελή, Κι ύστερα θα τα κάνουμε σκατά και θα με κάνεις να πονέσω.

Πάντα μ’ έλεγες ασχημόπαπο, απρόβλεπτη και ιδιότροπη. Και να ρίχνω ευθύνες στον εαυτό μου. Και θα ξυπνήσω ένα πρωί και θα αναρωτιέμαι αν ότι είχα για εσένα έχει εξαφανιστεί ή υπάρχει ένα μικρό φως…. Εσύ ξέρεις.

Ξέρω τι θα μου έλεγες. ''μωρό μου έχουμε χωρίσει'' αυτό είναι που με σκοτώνει. Δε ξέρω αν το είχες ακούσει όταν στο είπα. Ναι έχουμε χωρίσει. Δε θέλω να αλλάξει αυτό, απλά πρέπει να σου πω πως δεν μπορώ ν’ αφήσω το σπλάχνο μου στην τύχη του, και πολύ συχνά σκέπτομαι κάθε κίνηση μου μέχρι και τώρα, για να μη το πληγώσω.

Έμαθα τόσο καλά να προστατεύω πάντα τους άλλους, που ξέχασα να προστατεύω τον εαυτό μου. Πάντα χρεωνόμουν το οτιδήποτε. και έφευγα μακριά, και όταν γύριζα μου το χρέωνες και αυτό. Πολλά αγαπημένα μου πρόσωπα το κάνετε. ωραίο παιχνίδι μου παίζατε.

Ήθελα να γράψω κάτι για εσένα λοιπόν, και σκέφτηκα ότι δεν έχω να γράψω τίποτα για εσένα. Γιατί τα έγραφα όσο εσύ δε τα καταλάβαινες. Ήσουν παντού, στα σχέδια μου, στη ζωή, στη μουσική μου, - Θυμάσαι τον Αύγουστο του Παπάζογλου; - ακόμα είσαι. δε θα φύγεις ποτέ από μένα. Απλώς γιατί μαζί σου τα έζησα όλα.

Για αυτό δεν έχω να γράψω τίποτα συγκεκριμένο. Γιατί τα ζούσαμε , δεν υπήρχαν κενά, δεν υπήρχε αναμονή, δεν υπήρχε ψευδαίσθηση. Και στο τέλος έγινε αυτό που φοβήθηκα. Χάθηκαν οι ωραίες στιγμές και μας πλάκωσαν. Εσύ κολλημένος με τη δουλειά σου, κι εγώ με το παιδί μου.

Μην πεις πως δε πόνεσες και συ. Πονέσαμε και οι δυο. Και ότι δεν είπες το ξέρω ήδη. Και ότι δεν είπα το ξέρεις και εσύ. Απλώς σηκώθηκα από εκεί που μας έριξε η μοίρα μας. Γιατί εγώ και σε άλλους τομείς έπιασα πάτο... και τώρα έμαθα.

Μην αναρωτηθείς γιατί δε σε έβγαλα από τη σκέψη μου. δεν ηθελες, ίσως ούτε εγώ πια. ‘Ισως απλώς δε μπορούσαμε. Μπορεί να μη με καταλαβαίνεις, ή μπορεί έτσι να είναι στο μυαλό μου.
Μα ξέρω πως ακόμα και αν δε θες, κατανοείς ότι γράφω. ήταν Γενάρης τότε λοιπόν που ξεκίνησε, κι εγώ δε σου έδινα ούτε ένα φιλί. Αλλά στην πορεία με γοητεύσες με όσα πράγματα έκανες για μένα, και σ' αγάπησα πολύ...

Γιατί τα αναφέρω; γιατί θα θέλω να σε θυμάμαι έτσι. σε πολύχρωμες περιόδους. και δε θα χαθούμε. Είναι γιατί σου χάρισα κάτι δικό μου και τώρα σε κουβαλώ πάντα μαζί μου. Θα πλέξω μια ιστορία στο μυαλό μου πιστεύοντας πως θα είμαι ένα κομμάτι σου.

Τέλος χρόνου. πάνω από 5 λεπτά. Ποτέ δεν ήμουν καλή στα αυστηρά, κλειστά όρια του χρόνου. Κι όπως είχες πει ''καλή συνέχεια''.

Παρασκευή 19 Ιουνίου 2009

το μωρό μου



Είναι δύσκολο να λες ψέματα σε μια γυναίκα κι ακόμα πιο δύσκολο να θυμάσαι ακριβώς τι είχες πει, για να μην σε υποψιαστεί. Ο μόνος τρόπος είναι να μην λες πολλά, ούτε να μπαίνεις σε λεπτομέρειες. Κι όταν κατά λάθος πεις κάτι διαφορετικό και σε υποψιαστεί, τότε να απαντάς: δεν ήθελα να στο πω, να μην σε στεναχωρήσω.

Η σχέση μου με την Μυρτώ ως τώρα, είχε περάσει μέσα από πολλά στάδια. Με ερωτεύτηκε από την πρώτη στιγμή που ειδωθήκαμε κι ένοιωσα πως ήταν μια γυναίκα πληγωμένη κι απογοητευμένη.

Από τις πρώτες μας συναντήσεις κατάλαβα αμέσως τον τρόπο που έπρεπε να την χειριστώ. Έπρεπε να δείχνω τρυφερός, αγαπησιάρης και να μην ζηλεύω. Αυτό έκανα να την κάνω να νιώθει καλά και να είναι ήρεμη.

Φυσικά κι αυτή η συμπεριφορά με συνέφερε κι εμένα. Δεν ήμουνα κολλημένος μαζί της, κι ούτε ήθελα να παρασυρθώ στα συναισθήματα της. Την εποχή που είμασταν μαζί, είχα και κάποια άλλη παλιά μου σχέση, κι έπρεπε να μοιράζομαι ανάμεσα στις δυο. Το σπορ αυτό το ήξερα καλά. Έτσι, της είχα πει πως η δουλειά μου με έστελνε στην επαρχία 1-2 φορές τον μήνα.

Κι όταν γύριζα, ενωνόμαστε στη συνέπεια της αγάπης μας… παρασυρόμαστε από την καύλα που μας νικάει κατά κράτος… συμπεριφερόμαστε πέρα από την λογική… πέρα από την σκέψη… πέρα από τα προβλήματα…

Είμαστε πεινασμένοι και κανείς από τους δυο μας δεν μπορεί να κρύψει την πείνα αυτή… Το μωρό μου κάθεται πάνω μου και διατηρεί τον χοντρό πούτσο μου μέσα τηςι. Εγώ βόσκω τα δάχτυλά μου στην πλάτη της και φέρνω το κεφάλι μου δίπλα από το δικό της, να αναπνέοντας μαζί…

Πάνω στα σεντόνια υπάρχει μια εύγεστη σύγχυση ιδρώτα και σπέρματος από πριν… από τότε που έχυσα εγώ… Έχουμε μια ειδικότητα στο να καταστρέφουμε σεντόνια κι αυτό, πραγματικά, κάνουμε κι απόψε… Ξαπλωμένοι στη φωλιά της αγάπης που για εμάς είναι το κρεβάτι μας…

Υπάρχει μια φωτιά μέσα μας που είναι έτοιμη να καταστρέψει με τις φλόγες της τα πάντα… Ευτυχώς έχω φροντίσει να υπάρχει άφθονο νερό και στα δυο κομοδίνα…

Το μωρό μου παίζει τα μάτια μου αναγκάζοντάς με να την προσέχω… Τα μάτια της ακτινοβολούν… Κρυφοκοιτάζει. Τι να είναι άραγε αυτό που του δίνει ευχαρίστηση στο να με κοιτάζει; Με φαντάζεται σε κάποιο περίεργο ρόλο; Δεν ξέρω… Το μόνο που ξέρω είναι ότι είναι ευτυχισμένη…

Τρέμει από καύλα μόλις την αγγίζω… Χωρίς να κινείται, με κοιτάζει στα μάτια… Είμαστε πρόσωπο με πρόσωπο και απλά κοιταζόμαστε… Αναπνέουμε μαζί… Κρατώ την αναπνοή της για να μπορέσω ν’ αντέξω την ακινησία του μουνιού της… αυτή την καταραμένη στασιμότητα…

Μέσα στα μάτια της βλέπω το πρόσωπό μου… επίσης, βλέπω και τις ανάγκες της… Δεν θα μπορούσα παρά να μην τρελάνω αυτήν την γυναίκα… Δεν επιτρέπω σε τίποτα και σε κανέναν να σπάσει αυτή η επαφή των ματιών μας…

Ο πούτσος μου ξεκινά ξανά… μετά από αρκετή ώρα… να κινείται μέσα της… αργά… σαν τρένο που μόλις αναχωρεί από έναν σταθμό με κατεύθυνση έναν άλλο… Σ’ αυτή την γυναίκα που κινείται τόσο ερωτικά πάνω μου, είμαι έτοιμος να της παραδοθώ… Εξαιτίας της ανακαλύπτω πόσο ερωτικός κι εγώ γίνομαι μαζί της…

Της αρέσει να σηκώνει τα πόδια στον αέρα με σαφή πρόθεση να αιωρηθώ, έστω και για λίγο, πάνω από το κρεβάτι… Δικαιωματικά ο πούτσος μου ολοκληρώνει προσεκτικά τις ανασκαφές του μέσα της…
«Θέλεις να χύσω; Αυτό θέλεις; Θέλεις τον χυμό μου;», την ρωτάω…
Η απάντησή της είναι ακατανόητοι ψίθυροι…

Οι κινήσεις μας γίνονται πλέον γρήγορες και εξαγριωμένες… Δεν έχω σκοπό να επιβραδύνω τον ρυθμό μου… ίσως και να μη χρειάζεται… Μουρμουρίζω προστυχόλογα καθώς αναπνέουμε μαζί… Ο πούτσος μου βουλιάζει μέσα της… ομαλά… εκατοστό-εκατοστό… και με μια γρήγορη κίνηση χώνεται ολόκληρος μέσα στο στενό μουνάκι της…

Κοιτάζοντας συνεχώς τα μάτια της, βλέπω την αρχή της ολοκλήρωσης να γεννιέται μέσα της… Ο πούτσος μου σκληραίνει επικίνδυνα… Αυτό που θέλω είναι μόνο ευχαρίστηση… μόνο… και τίποτα άλλο… Αν επιχειρήσει κάτι άλλο θα την σταματήσω… μα τω Θεώ… Εκφράζω τα συναισθήματά μου με κραυγές.

«Θα χύσω, αγάπη μου…», της λέω και γουργουρίζει σαν ναζιάρικο γατάκι…

Χύνω τελικά ένα πλήρες, πλούσιο, παχύ, λευκό σπέρμα… Χύνει κι αυτή και χύνοντας, φωνάζει… με αναφιλητά που θα μπορούσαν να συνοδεύονται με κλάμα… Αυτά τα αναφιλητά ξυπνούν την τρυφερότητα που κοιμόταν μέσα μου… Την εγκωμιάζω για την πετυχημένη προσπάθειά της… Αφήνω να κρατήσει για πολύ αυτή η ιερή στιγμή…

Με κρυφοκοιτάζει ξανά πίσω απ’ τα ξανθά μαλλιά της… Ο πούτσος του ξεκουράζεται πάνω μου σαν χέρι πάνω στο στήθος… Μένουμε ακριβώς έτσι έως ότου ο ένας από τους δυο μας κοιμηθεί… Όχι όμως για πολύ. Σε 3 ώρες θα σηκωθεί να πάει σπίτι της, να αλλάξει και να φύγει για το γραφείο της!

Τετάρτη 17 Ιουνίου 2009

υποταγή



Έβλεπα στην οθόνη του υπολογιστή τις φωτογραφίες που βγάλαμε στις διακοπές, την αναζητούσα στον ξύπνιό μου, την φανταζόταν στον ύπνο μου... Ήταν πάντα εκεί, διαθέσιμη για το κορμί μου, καυλωμένη από λέξεις, μουσκεμένη από υπονοούμενα, γαμημένη στο μυαλό της. Ένα συμβόλαιο τέλειο μα και άκυρο, χωρίς υπογραφές των δύο συμβαλλομένων...

Άλλο ένα από εκείνα τα υγρά καλοκαιρινά μου βράδια.. Διαισθάνθηκα τις σηκωμάρες μου και αναρωτήθηκα τι γεύση να είχε εκείνη την ώρα το μουνάκι της...

"Νομίζω αλμυρό, αν και τελευταία το αρωματίζω με λοσιόν ινδοκάρυδου και δεν ξέρω πως θα σου φαινόταν αν μου το σάλιωνες με την γλώσσα σου", μου είχε ψιθυρίσει πριν λίγο στο τηλέφωνο που την πήρα στο γραφείο της. Μετά άρχισε τα "Σ’ αγαπώ" και τα "Καρδιά μου". Με κούραζε ν’ ακούω τα γλυκόλογα της.

Απαξίωσα να της υπενθυμίσω ότι την ώρα του που θα κάναμε έρωτα το απόγευμα, τα λόγια είναι περιττά. Η γκόμενα κάπου με κούραζε με όλη αυτή την φιλολογία και τα Σ' αγαπώ της. Δεν επιζητούσε κάτι από μένα παρά την επιβεβαίωση που της χάριζα να αισθάνεται θηλυκιά καθώς ερωτικά επικοινωνούσαμε υπέροχα οι δυο μας. Χωρισμένη με άσχημες εμπειρίες από τον άντρα της, βρήκε σε μένα το αρσενικό που πάντα ζητούσε.

Ζητούσε τρυφερότητα, κι όσο ανταποκρινόμουν σ’ αυτό, την έκανα ευτυχισμένη. Είχε υποταχθεί τελείως στα "θέλω" μου, πίστευε στα πάντα που της έλεγα, χωρίς να μου κάνει ερωτήσεις.

Ερχόταν στο διαμέρισμα μου κάθε φορά που της τηλεφωνούσα κι έλειωνε σε κάθε άγγιγμα μου. Το έπαιζε ρομαντική κι είχε όνειρα για μας. Μου τα έλεγε, αλλά τις περισσότερες φορές με κούραζαν. Της έλεγα πως η δουλειά μου με στέλνει 2-3 φορές τον μήνα εκτός Αθηνών σε ολιγοήμερα ταξίδια, χωρίς πολλές λεπτομέρειες. Δεν της άφηνα περιθώρια να ρωτάει πολλά.

Την είχα πείσει να μου έχει εμπιστοσύνη, σαν το ελάχιστο δείγμα της αγάπης της για μένα. Κι αυτό έκανε. Έτσι έβρισκα όσο χρόνο ήθελα να μοιράζομαι ανάμεσα σ’ αυτήν και σε άλλες καυλωμένες γυναίκες που μου έγραφαν στις αγγελίες μου σε κάποιο site, και ήθελαν να με γνωρίσουν…

Ήρθε αμέσως μετά το γραφείο κι έκανε ένα ντους. Έκλεισα τα μάτια και παραδόθηκα στη μαγεία της καύλας της... Η σχέση μας όμως με κούραζε, κι έπρεπε να βρω μια δικαιολογία να τελειώσει… όχι όμως σήμερα!

Δευτέρα 15 Ιουνίου 2009

ανάσκελα χωρίς σεντόνι



Το σκοτάδι με καλύπτει. Δεν έχω ανάγκη οποιοδήποτε σκέπασμα… Από το ανοικτό παράθυρο ένα δροσερό αεράκι εισβάλει και περιπλανάται πάνω στο γυμνό κορμί μου… Τα δάχτυλά μου αγγίζουν το δέρμα μου… γλιστρούν κατά μήκος του στήθους μου… σέρνονται στην κοιλιά μου και τελικά συναντούν την πορφυρή βάλανο του πούτσου μου…

Τα δάχτυλά μου τσιμπούν κάθε τρίχα… σκάβουν την σάρκα των αρχιδιών μου αφήνοντας διευρυμένες ημισελήνους καθώς ο αντίχειράς μου περνάει από πάνω τους… Τα χέρια μου γλιστρούν χαμηλότερα, χαϊδεύουν το εσωτερικό των βελούδινων μπουτιών μου… Αισθάνομαι ένα μούδιασμα στην ευαίσθητη περιοχή του βουβώνα μου.

Ο πούτσος μου κυματίζει σαν σημαία στη πλώρη ενός πλοίου… Κάποιο από τα δάχτυλά μου βρίσκουν την υγρή σχισμή της ουρήθρας μου, η οποία και πονάει στο άγγιγμά μου… Τεντώνω προς τα πίσω την προστατευτική κουκούλα της βαλάνου μου… Γλείφω τα δάχτυλά μου, τα ντύνω με σάλιο και τ’ αφήνω να τυλίξουν τον πούτσο μου και να παίξουν μαζί του μ’ έναν αργό αλλά σταθερό ρυθμό… Αισθάνομαι την φλόγα της επιθυμίας να ανάβει μέσα μου…

Τρίβω τον πούτσο μου κι αυτός συσπάται από χαρά… Ήσυχοι, αλλά ευδιάκριτοι αναστεναγμοί βγαίνουν από το στόμα μου… ανάμεσα από τα χωρισμένα χείλια μου… Τεντώνω τα πόδια μου και ανασηκώνω το κορμί μου για να μπορώ να βλέπω καλύτερα τον πούτσο μου… Τον πιάνω με τέσσερα δάχτυλα, αλλά δεν μου είναι αρκετό… Επιστρατεύω κι άλλα δάχτυλα… ενισχύω αργά τη στύση μου… σείομαι ολόκληρος σαν ναρκομανής που στερείται τη δόση του…

Η Λίνα ήρθε πριν από λίγο και νομίζοντας πως κοιμάμαι, δεν με ανησυχεί. Κάθεται αναπαυτικά στον καναπέ του καθιστικού και βλέπει τηλεόραση. Σε λίγο θα έρθει στην κρεβατοκάμαρα να με ξυπνήσει να κάνουμε έρωτα. Πάντα της αρέσει να με ερεθίζει όταν έρχεται και βλέπει να κοιμάμαι. Με αγαπάει παράφορα, αληθινά, και νομίζει πως κι εγώ την λατρεύω.

Απομακρύνω για λίγα τα δάχτυλά μου… Ο πούτσος μου μένει όρθιος… Η φαντασία μου δουλεύει όσο ποτέ άλλοτε… Φαντάζομαι το μουνί της να τρίβεται στο μπούτι μου ηδονικά και να μουσκεύει τις τρίχες του ποδιού μου. Η σκέψη αυτή όχι μόνο με αναστατώνει, αλλά με αναγκάζει να σχηματίσω αψίδα με το κορμί μου και να σηκωθώ ψηλά σαν να είμαι γέφυρα… Οι κόρες των ματιών μου διαστέλλονται και μια πλημμύρα πηχτού σπέρματος λερώνει το κορμί μου…

Βλέποντας τα χύσια μου να εκτοξεύονται, δεν σταματώ… αντιθέτως συνεχίζω… Οσμίζομαι την μυρωδιά και γεύομαι τη γεύση του σπέρματός μου… Σταματώ περιστασιακά, τραβάω τον πούτσο μου… ερευνώ την ευαισθησία του… Απότομα λαχανιάζω… αρχίζω να τρίβω ξανά τον πούτσο μου… πείθω την βάλανό μου να πρηστεί ξανά… Ο πούτσος μου κινείται μέσα και έξω από την χούφτα μου…

Οι μυς μου σφίγγονται… η αναπνοή μου σταματά στον λαιμό μου, η καρδιά μου χτυπά άγρια μέσα στο στήθος μου σαν να θέλει να δραπετεύσει… Μπροστά μου απεικονίζω τη μορφή της… της γυναίκας που θα ήθελα να έχω δίπλα μου ατή τη στιγμή… Λεπτή, 40χρονη, σχεδόν μικροσκοπική, πουριτανή, γεμάτη ταμπού, κι έχω καταφέρει από την πρώτη στιγμή που την γνώρισα να με εμπιστευθεί και να μ' αγαπήσει αληθινά.

Τώρα, ολόκληρο το κορμί μου τρέμει. Βρίσκομαι εκεί, ξαπλωμένος στο κρεβάτι… ανίσχυρος και χαμένος από την έκσταση του οργασμού μου… Το δέρμα μου λάμπει από ένα επίστρωμα του ιδρώτα, σταγονίδια διακοσμούν με χάντρες τις ρόγες μου… σταγονίδια που γλιστρούν στο στομάχι μου και καταλήγουν στον αφαλό μου… Συνεχίζω μέχρι που οι τελευταίες δονήσεις σταματούν…

Πέφτω μπρούμυτα στα τσαλακωμένα σεντόνια… Στα χείλια μου εγκαθίσταται ένα χαμόγελο… το χαμόγελο της καθαρής ικανοποίησης. Την φωνάζω κι έρχεται...

Παρασκευή 12 Ιουνίου 2009

αυτογνωσία του καναπέ



Ξημέρωσε πια, λύτρωση ή κατάρα; Ποτέ δεν κατάφερα να τα ξεχωρίσω. Κουβάρι στο μυαλό μου οι ανάγκες μου, κουβάρι κι η ζωή μου. Προσπάθησα να πιω, νόμιζα πως θα ‘ταν όπως τότε, φοιτητής, ανέμελος ψάχνει την περιπέτεια μιας βραδιάς, την περιπέτεια μιας ώρας…

Έπαιρνα γκόμενες ακόμα και στις τουαλέτες, χωρίς να τις γνωρίζω χωρίς να με γνωρίζουν. Μες στο μισοσκόταδο με θολά τα μάτια απ’ το ξενύχτι, με θολό το μυαλό απ’ το ποτό. Κι έχυνα,. χύνανε και κείνες – όχι όλες απ’ όσο θυμάμαι. Αλλά εμένα δεν μ’ ένοιαζε. Άλλωστε, μπορούσαν να προσπαθήσουν με άλλους αν δυσκολεύονταν μαζί μου.

Εγώ τη δουλειά μου την έκανα. Την κάψα μου τη δρόσιζα κι αυτό μετρούσε. Το πιπίλιζα κάθε μέρα. Ήταν ιδανικό κι εγώ το είχα κάνει καραμέλα. Ωραία χρόνια, ξέχειλα από ηδονές. Για ένα διάστημα, μάλιστα, κατέγραφα και τις επιδόσεις μου. Μαλακίες.

Για τις δικές τους δεν έδινα δεκάρα. - Θα τις δικαιώσει η ιστορία - σκεφτόμουν. Είχα το εγώ μου να νοιαστώ και να φροντίσω. Ένα εγώ γιγάντιο ορθωνόταν μπροστά μου, με κύκλωνε, με πλάκωνε, με καταβρόχθιζε.

Και απολάμβανα. Από κάθε γυναίκα που συναντούσα, έπαιρνα τη σωστή δόση ηδονής, συστηματικά και ποικιλοτρόπως. Είχε γούστο. Είχε ένταση. Είχε πάθος.

Αναπολώ τα χρόνια εκείνα. Νοσταλγώ να καβαλικέψω τα ξέφρενα άτια της ηδονής, κι ας γκρεμοτσακιστώ. Δεν κουνιέμαι όμως. Χωμένος όλο και πιο βαθιά στον αναπαυτικό μου καναπέ ξεφυλλίζω αυτά τα χρόνια. Ξεσκονίζω μνήμες και προσπαθώ να ζήσω μέσα απ’ αυτές.

Μια φωνή στο βάθος του μυαλού μου – όλο και πιο αδύναμα μέρα με τη μέρα – μου φωνάζει πως δεν γίνεται. Το χαβά της αυτή, το χαβά μου κι εγώ.

Με θυμάμαι μ’ ένα ποτήρι ποτό στο χέρι. Όλη μου η ζωή να κολυμπά σ’ ένα τόσο δα περιορισμένο χώρο. Όλη μου η ζωή ν’ ανασταίνεται απ’ το άρωμα ενός ποτού. Να μεθά και ν’ απογειώνεται. Όλη μου η ζωή ένα ποτό. Να το πιούν με μεγάλες γουλιές χείλη γυναικεία, πλούσια, γενναιόδωρα.

Τα πόθησα πολύ αυτά τα χείλη και τα ρούφηξα άπληστα. Για τότε. Για τώρα. Για πάντα. Τα κατέκτησα, τα λάτρεψα, τα πρόδωσα.

Θυμάμαι, τώρα δα, γυναίκες που πέρασαν μπρος μου, χωρίς να με κοιτάξουν. Σαν τα τρένα που έχουν αλλιώτικο προορισμό απ’ το δικό μου, και θυμώνω. Θυμώνω για το χάδι που στερήθηκα. Για το χάδι που τους στέρησα. Θυμώνω για το ταξίδι που δεν γευτήκαμε μαζί. Για το ταξίδι που δεν ονειρευτήκαμε μαζί. Σαν δύο ξένοι που αντάμωσαν για λίγο και χάθηκαν.

Ο καναπές μου, όμως, πάντα με καλοδέχεται στην αγκαλιά του. Χάνομαι σε γνώριμες γειτονιές, στα δικά μου στενά. Στα φιλόξενα στέκια μου μ’ ένα ποτό στο χέρι κι όταν επιστρέφω είμαι μούσκεμα. Οι κηλίδες στην περιοχή του καβάλου δεν αφήνουν και πολλά ερωτηματικά. Ακόμα και το πιο αθώο μυαλό καταλαβαίνει τι έχει συμβεί ανάμεσα στα σκέλια μου.

Και αν του δώσω την ευκαιρία, θα με περιγελάσει. Γι’ αυτό αποφεύγω τα πολλά-πολλά. Καλύτερα οι συναναστροφές μου να είναι περιορισμένες παρά να μπλέκω.

Οι γυναίκες προσποιούνται οργασμό όταν τους κάνει κέφι ή όταν τις βολεύει και μάλιστα χωρίς κόπο. Αλλά για μας τους άντρες τα πράγματα είναι πιο πολύπλοκα. Πώς να γιγαντωθεί η ορμή μου αν δεν κάνω τους χυμούς της ποτό μου; Αν δεν αφήσω τη θηλυκή μυρωδιά να με μαγέψει,την έρπουσα λάβα να με εκτινάξει;

Λαχταράς να γευτείς την ηδονή, την ολοκλήρωση, τη λύτρωση και να κρατήσεις φυλαχτό το άρωμα, τη δύναμη, την απελευθέρωση. Αν δεν χάσεις τον έλεγχο, αν δεν παραπατήσεις, αν δεν κρεμαστείς από τα ξέφτια της αξιοπρέπειάς σου, πώς να μπεις στον παράδεισο, πώς να ζήσεις στιγμές που μυρίζουν αθανασία;

Άλλος ο κόσμος της γυναίκας όμως. Χαμένη στα ταμπού. Χαμένη στις φοβίες της, τις ανασφάλειες. Παντού πόρτες και κλειδιά. Ξεκλειδώνεις, ανοίγεις και πάλι πάνω σε κλειδωμένη πόρτα πέφτεις. Χειρότερα κι από φυλακή. Χειρότερα κι από απομόνωση.

Δεν ξέρεις τι να περιμένεις, ούτε πόσο, ούτε πως. Προτιμάς να χάσεις τα κλειδιά. Το σκας. Με φρένα σπασμένα. Με ιλιγγιώδη ταχύτητα σε δρόμο άστρωτο και καταλήγεις πάλι πάνω της. Σχεδόν ικέτης. Σου δίνει ψίχουλα και σε περιφρονεί. Περιφρονεί το πιο ηθικό μέλος του σώματός σου, το πιο ειλικρινές. Σε τιμωρεί για κάτι που δεν ξέρεις, για κάτι που δεν σου λέει.

Κάποτε, κρατούσα άλλου είδους σημειώσεις. Τώρα θα σημειώνω πόσα «αχ, βρε μωρό μου, έχω πονοκέφαλο» εισπράττω την εβδομάδα. Ίσως έτσι αντιληφθώ τους κανόνες του παιγνιδιού κι από κομπάρσος γίνω πρωταγωνιστής.

Αυτά σκέφτομαι και δικαιολογώ την τιμωρία που μου επιβάλλει η καινούργια σύντροφός μου. Και με τιμωρώ και ‘γω μαζί της. Με τιμωρώ χωρίς να ξέρω γιατί. Ρώτα με αν θα το ξαναέκανα και θα σου πω: «ακριβώς με τον ίδιο τρόπο, ακριβώς με το ίδιο πάθος».

Κι όσο βυθίζομαι στην ασφάλεια του καναπέ, τόσο βυθίζομαι στην ανικανότητά μου ν’ αφήσω σημειώσεις στο κορμί της, να χαράξω τα δικά μου μονοπάτια.

«Είστε καιρό πια μαζί και ίσως να σε βαρέθηκε. Ίσως να την βαρέθηκες και συ και να μην το παραδέχεσαι» ψιθυρίζει μια φωνή μες στο κεφάλι μου.

Θαρρώ πως ανακάλυψα κι άλλο ειλικρινές μέλος στο κορμί μου. Ένα μικρό, τόσο δα, κομμάτι του μυαλού μου. Νιώθω να μ’ απειλεί. Τρομάζω. Τραβώ το παραβάν που ονομάζω πραγματικότητα και βολεύομαι καλύτερα στην αγαπημένη μου θέση στον καναπέ...

Τρίτη 9 Ιουνίου 2009

μετά το γραφείο



Ξέρω πως τώρα που θα διαβάζεις αυτές τις γραμμές, μόλις θα έχεις μπει στο σπίτι μας κουρασμένη, για αυτό άφησε τα όλα σε μένα....

Όλο το πρωί που έλειπες στο γραφείο, αδημονούσα για αυτή τη στιγμή. Μη βιάζεσαι όμως , δεν θα μπεις στο δωμάτιο ακόμα. Όχι!! Διάβασε προσεχτικά τι ακριβώς θέλω να κάνεις και μην ανάψεις κανένα φως.

Το φως των κεριών θα καθοδηγεί τα βήματα σου.... Η έκπληξη μου ζωγραφιζόταν ολοφάνερη στα μάτια μου. Περίμενα ότι θα είχε ετοιμάσει κάτι ξεχωριστό για απόψε, αλλά ομολογώ ότι αυτό ήταν η απόλυτη έξαψη της φαντασίας μου!

Γδύθηκα , άνοιξα τη βαλίτσα μου και έβγαλα το κόκκινο κολλητό μπόξερ και το φανελάκι που μου είχες δωρίσει και τα φόρεσα. Κατευθύνθηκα στην πολυθρόνα του σαλονιού και έδεσα τα μάτια μου με το μαύρο μεταξωτό μαντήλι που είχα ακουμπήσει εκεί. Όλη αυτή την ώρα η πόρτα του δωματίου μας ήταν ερμητικά κλειστή ,μα ήξερα ότι παρακολουθούσε σιωπηλά την κάθε μου κίνηση.

Κατευθυνθήκαμε στο δωμάτιο. Μια πικρή παύση... και τώρα άκουγα το Cd να παίζει το “How am i suppose to live without you” Του Michael Bolton. Η φωνή της τόσο γλυκιά και ζεστή μου ζήτησε να της χαρίσω αυτό το χορό.

Αγκαλιαστήκαμε και χαθήκαμε στη μαγεία του. Τα χείλη της ενώθηκαν με τα δικά μου. Το φιλί της παθιασμένο, η γλώσσα της παιχνίδιζε με την δικιά μου. Με φίλησε στον λαιμό και συνέχισε στο στήθος μου και ολοένα κατέβαινε και πιο πολύ προς τον πρησμένο ανδρισμό μου. Είχα ερεθιστεί τόσο πολύ που το μπόξερ με πίεζε, ήθελα να ελευθερωθώ. Ένοιωσα τα χείλη της να με φιλάνε, να τον παίρνουν στο στόμα πάνω απο το εσώρουχο.

Ένας ήχος ηδονής ξέφυγε απο τα χείλη μου. Με έγδυσε αργά αργά.... η γλώσσα της φίλησε κάθε σπιθαμή του κορμιού μου, την ένοιωθα , στο λαιμό...στους λοβούς .... στο στήθος και μετά στον πούτσο μου.

Τα νύχια της χάιδευαν κάθε πόντο του ανδρισμού μου. Τα χείλη της με έπαιρναν μέσα τους. Τα δόντια της με καύλωναν τρελά. Η γλώσσα της αγκάλιαζε το κεφάλι του ανδρισμού μου διαρκώς. Το μαντήλι έπεσε επιτέλους.

Την είδα μπροστά μου με το μαύρο δαντελωτό κορμάκι που τόσο με τρέλαινε. Χάιδευε το κορμί της παντού. Με προκαλούσε.... Τα μάτια μας πετούσαν φλόγες ατέρμονου πάθους. Την έπιασα και την έριξα στο χαλί...'Έπεσα απο πάνω της και άρχισα να την φιλάω παντού Με μια μου κίνηση ελευθέρωσα το στήθος της και το πήρα στο στόμα μου.

Μου άρεσε να παίζω μαζί του με τις ώρες. Την άκουγα να λιώνει. Τη φίλησα ξανά στα χείλη , στους λοβούς και μετά ξανά στο στήθος. Οι ρώγες της σκληρές και μεγάλες. Τα χέρια μου έσφιξαν δυνατά το στήθος της. Κατέβηκα χαμηλότερα. Η γλώσσα μου περνούσε τώρα απο την κοιλίτσα της, τον αφαλό της ...Ξεκούμπωσα το κορμάκι και πήρα το μουνάκι της στο στόμα μου. Βύθισα τα δάχτυλα μου μέσα της.

Αχ πόσο υγρή ήταν ήδη... Ρόφηξα την κλειτορίδα της . Την έγλυφα για ώρα. Έτρεμε ...καύλωνε “Δεν αντέχω άλλο, γάμησε με σε θέλω....τρελαίνομαι” είπε. Την ξάπλωσα στο κρεβάτι. Ακούμπησα το κεφάλι του πέους μου στα μουνόχειλα της και το έτριψα .... μπήκα άξαφνα μέσα της...δυνατά.

Κίνησεις αργές και δυνατές όπως ήξερα ότι της άρεσαν. Έχανε το παιχνίδι τώρα. Δεν είχε πια εκείνη τον έλεγχο. Οι σπασμοί της διαδέχονταν ο ένας τον άλλο σαν κύμα , καθώς έχυνε στο πέος μου. Γύρισε και με πήρε στο στόμα της. Δεν την άφησα να με τελειώσει όμως.

Τη γύρισα στα τέσσερα. Μπήκα πάλι μέσα της. Ήταν πολύ υγρή μα στενή τώρα. Πονούσε....μα σε λίγο ο πόνος έγινε ξανά καύλα. Κόλλησε πάνω μου. Ήμουν όλος μέσα της τώρα. Ο κόλπος της με έσφιγγε παθιασμένα...καυτός ...υγρός ...υπέροχος.

Με ξάπλωσε και κάθησε πάνω μου. ”Σειρά μου να ανακτήσω τον έλεγχο” είπε... Κουνούσε ρυθμικά τη λεκάνη με τρέλαινε πολύ αυτό, δεν άντεχα άλλο καθώς ανεβοκατέβαινε πάνω στον πρισμένο και μουσκεμένο ανδρισμό μου. Με πήρε πάλι στο στόμα της , έχυσα μέσα της... το στόμα της γέμισε με το καυτό μου σπέρμα

....Ήρθε και ξάπλωσε και εκέινη στο στήθος μου. Της χάιδεψα τα μαλλιά. Με φίλησε.....
“Καλώς ήρθες αγάπη μου.....”είπα.

Πέμπτη 4 Ιουνίου 2009

όμορφη μέρα σήμερα...



Ήταν μια όμορφη μέρα σήμερα. Όμορφη. Ξύπνησα νωρίς. Απόλαυσα ένα δυνατό γαλλικό καφέ και 2-3 τσιγάρα. Διάβασα. Χαζολόγησα. Μοιράστηκα κάποιες σκέψεις σ’ ένα χαρτί. Και όνειρα που ίσως ποτέ να μην ζωντανέψουν. Μίλησα με φίλους που μου έλειψαν, είδα φίλες που είχα καιρό να δω.

Βγήκα για βόλτα γύρω στις 9 το βράδυ. Περπάτησα στο λιμάνι και μετά για έναν γρήγορο καφέ- έλεγα θα είναι ο τελευταίος της νύχτας. αλλά τελικά δεν είναι. Πριν από λίγο που γύρισα σπίτι ξαναγέμισα την κούπα μου. Ήταν μια ωραία μέρα σήμερα. Μέχρι πριν από λίγο που κόλλησε το κλειδί στην πόρτα της εισόδου.

Κόλλησε το γαμημένο και δεν άνοιγε. Κουδούνισμα της εξώπορτας. Το μάτι μου πιάνει τη φιγούρα μιας γνώριμης γυναίκας απ’ τα παλιά που ξεκαύλωνα. Ήταν κάποια γειτόνισα, παντρεμένη, γύρω στα σαράντα. Η κλειδαριά δεν υποχωρουσε και η πόρτα δεν άνοιγε. Τελικά άνοιξε.

Μπήκε βιαστικά κλείνοντας την πόρτα πίσω της. Ήταν καυλωμένη, όπως πάντα την θυμόμουν. Ένιωσα ένα βίαιο άγγιγμα της ανάμεσα στα σκέλια μου. Αυτό. Τίποτε άλλο. Δεν κατάλαβα. Έμεινα εκεί για ένα, δύο δευτερόλεπτα. Ανοιγόκλεισα τα μάτια.

Τα χείλια της σφράγισαν τα δικά μου. Πάντα φιλούσε με πάθος. Γδυθήκαμε σε χρόνο ντετε. Έσκυψε στα γόνατα κι ένοιωσα τα χείλια της στο χοντρό κεφάλι του πόθου μου που πρηζόταν χωρίς έλεος. Της ψιθύρισα να πάμε στην κρεβατοκάμαρα. Αρνήθηκε…

Ξαπλώσαμε στο χαλί δίπλα στην τηλεόραση. Την γύρισα μπρούμητα ακούγοντας το βογγητό της πριν ακόμα μπω μέσα της. Η φωλιά της έσταζε απ’ τα υγρά της κι όταν μπήκα μέσα της βαθειά, άκουσα την κραυγή της.

-κάρφωσέ με πρόστυχε άντρα… γαμιά μου, ήταν όπως πάντα η αγαπημένη της κραυγή…

Δεν αλλάξαμε στάση. Η ηδονή μας πνιγόταν σε κραυγές που δεν άκουγα. Την άκουγα να παραλληρεί σε αμέτρητα χυσίματα. Τελικά τέλειωσα κι εγώ κι έπεσα απαλά πάνω της στο χαλάρωμα. Σηκώθηκα και πήγα στο λουτρό γυμνός, την ώρα που ντυνόταν Έχω ανοίξει το νερό στο μπάνιο να τρέχει. καυτό…

Αρκεί για να ξεπλύνει γαμημένα, χυδαία, σκληρά αγγίγματα που με το έτσι θέλω, που αποτυπώνονται πάνω μου; Γαμώ τα μυαλά και τη σκατένια ψυχή της. Το γεμάτο καύλες και διαστροφή κεφάλι της. Αλλά κι εγώ ο μαλάκας πάλι τίποτα δεν μπόρεσα να κάνω. Δεν είχα το κουράγιο να την δειώξω.

Μόνο να ξεράσω θέλω αυτή τη στιγμή. Το καυτό νερό με χαλάρωσε ακόμα πιο καλά.. Τα δυο δάκρυα πάγωσαν στα μάτια, την ώρα που άκουγα την πόρτα να κλείνει απαλά στο χωλ… Μ ' ένα αντίο τελικά όλα τελειώνουν ε εαυτέ μου;

Τρίτη 2 Ιουνίου 2009

γνωριμία ανέλπιστη



Ψιλόβρεχε. Αυτή περπατούσε με μικρά βιαστικά βήματα, να προλάβει ποιος ξέρει τι. Εκείνος βάδιζε χαζολογώντας στο πεζοδρόμιο μέχρι που εκείνη του έδωσε μια δυνατή σκουντιά στην πλάτη και τον προσπέρασε.

Η αλήθεια ήταν πως τον έβγαλε απ’ τον λήθαργο. Πρώτα πρόσεξε τον λαιμό της, ψηλό κι αδύνατο και μετά το κοντό καρέ, ήταν ξανθιά και τα μαλλιά της είχαν μια κοψιά που τέλειωνε μπροστά κάνοντας μύτη. Μετά η ματιά του είδε τις επωμίδες που πλαισίωναν τον ανασηκωμένο γιακά κι ύστερα έτρεξε στην πλάτη, μέχρι εκεί που η ζώνη της γκαμπαρντίνας έσφιγγε τη μέση της. Στάθηκε λίγο στην καμπύλη των γοφών και κατέβηκε στις γάμπες. Τέλος πρόσεξε τα παπούτσια, από γκρι σουέτ.

Μια δυνατή ψιχάλα του ‘ρθε στη μύτη και μετά άλλη και άλλη. Σήκωσε τον γιακά του και χώθηκε κάτω απ’ το πρώτο στέγαστρο. Εκείνη είχε κάνει ακριβώς τον ίδιο ελιγμό και περπατούσε πάλι μπροστά του, με τα χέρια στις τσέπες, τακ – τακ, με ακρίβεια. Δεν είχαν κάνει είκοσι μέτρα κι η βροχή εξελίχθηκε σε μια ξαφνική μπόρα κάνοντας όλους να τρέξουν να χωθούν επίσης κάτω απ’ τα στέγαστρα των καταστημάτων.

Ξαφνικά η απόστασή μεταξύ τους μειώθηκε, την καθυστερούσαν οι άλλοι κι είχε κόψει το βήμα της. Τώρα ήταν σχεδόν πίσω της. Στη μύτη του έφτανε το άρωμά της., άκουγε το χρατς – χρατς που έκανε σε κάθε της κίνηση το ύφασμα της γκαμπαρντίνας, άκουγε τα τακούνια της στο πεζοδρόμιο. Ξαφνικά τα τακούνια σταμάτησαν. Σταμάτησε να μην πέσει πάνω της.

Αυτή χώθηκε αριστερά σε μια πόρτα κι αυτός χωρίς να το σκεφτεί την ακολούθησε. Ήταν ένα καφέ. Με Βιενέζικες καρέκλες και ξύλινη επένδυση στους τοίχους, και σεπαρέ στη τζαμαρία, πολύ κλασικό. Όλα τα τραπεζάκια ήταν γεμάτα κι αυτή χάθηκε μέσα σ’ ένα πλήθος όρθιων. Μετά κατάφερε να τη δει στην μπάρα και προσπάθησε να φτάσει δίπλα της. , έφτασε τη στιγμή που παράγγελνε έναν καφέ κι παρήγγειλε κι αυτός έναν αν και μόλις είχε πιεί πριν.

Έβγαλε τα τσιγάρα του και την κοίταξε στον καθρέφτη. Τον κοίταζε κι εκείνη. Μετά κατέβασε τα μάτια της και δεν ξανακοίταξε, ούτε δεξιά, ούτε αριστερά. Στον καθρέφτη έβλεπε έξω που άστραφτε. Όπως έδειχναν τα πράγματα θα έμεναν ώρα εκεί κι άρχισε να σκέφτεται τι να βρει να της πει. Εκείνη έστρεψε το κεφάλι της προς το μέρος του,

- Έχετε ώρα μήπως; τον ρώτησε.

Σήκωσε αδέξια το χέρι του κι έχυσε επάνω του τον καφέ. Εκείνη γέλασε. Της είχε φανεί αστείος, ποιος ξέρει τι θα σκεφτόταν τώρα. Σκούπισε τον καφέ απ’ το παντελόνι του, είχε γίνει χάλια… τι γελοίος. Του έδωσε και τη δική της χαρτοπετσέτα. Την πήρε και την κοίταξε. Είχε σταματήσει να γελάει και τον κοίταζε κι αυτή.

- Μένετε εδώ κοντά; τον ρώτησε.
*************************************************
η συνέχεια απαγορευμένη....