Παρασκευή 29 Μαΐου 2009

αρχέγονα μυστικά



Είναι κάποιες φορές οι γυναίκες
σκοτεινές, μυστήριες και υγρές,
σαν τροπικό δάσος τη νύχτα.
Φωνές ζώων αντηχούν από κάθε πλευρά,
ακριβώς πίσω σου σέρνεται ένα φίδι
και μόνο το φεγγάρι διαπερνά στιγμιαία
και φωτίζει τη μυστηριώδη φύση.
Χαμένος, αμύητος και άπειρος περπατάς
ανάμεσα στις φυλλωσιές τού αγνώστου.
Και γεμάτος τρόμο για το απροσδόκητο
επιτίθεσαι ερωτικά σε οποιαδήποτε
σου προκαλεί αίσθηση της καύλας.
Σοφά πουλιά της νύχτας
σε ορμηνεύουν απόκρυφα,
μα εσύ δεν ξέρεις τη γλώσσα τους.
Και κάπου στο βάθος μακριά
ηχούν τα τύμπανα άγριων φυλών.
Νοιώθεις τον αρχέγονο ρυθμό
να χτυπά στις φλέβες σου
και να σε οδηγεί στην πλήρωση…
Στον χάρτη του μυαλού σου
είναι καρφιτσωμένο
μοναχά ένα σημείο.
Σε κάποιο ξέφωτο,
σου διηγήθηκαν φωνές του ονείρου,
ένα τεράστιο τοτέμ λουσμένο..
Στο γαλάζιο φως του φεγγαριού
και με ανεξιχνίαστα σύμβολα
χαραγμένα στο ξύλο του,
θα σε καλέσει να επαναλάβεις μαζί του
λέξεις μαγικές και όρκους προστυχους…

Απόψε θα θυσιάσεις στον έρωτα
ταξιδιώτη την περηφάνια σου.
Τότε -μόνο τότε- θα αρχίσει το δάσος
να σου ψιθυρίζει τα αρχέγονα μυστικά του…

Πέμπτη 28 Μαΐου 2009

ομόρρυθμη καύλα



Ξύπνησε κι ήταν αρκετά ερεθισμένος. "Ξύπνησε" λέγοντας, δεν είν' ακριβής η λέξη. Σα ν' αναδύθηκε από 'να βυθό, υπόλευκου γλυκού πολτού, που βραδύνει κινήσεις και σκέψεις. Η πίεση στη κύστη έντονη, μα αντεχόταν ακόμα. Χρειάστηκε λιγάκι χρόνο για να 'ρθει στο ...φως και να νιώσει το περιβάλλον.

Πρώτα μύρισε τ' άρωμά της και τα ρουθούνια του φούσκωσαν ευχαριστημένα. Έπειτα γύρισε να τη κοιτάξει. Ήτανε γυρισμένη από τ' άλλο πλευρό και μισοσκεπασμένη από το σεντόνι. Μια λοξή γραμμή χώριζε τη ράχη της εκεί που 'φτανε το σεντόνι. Την άγγιξε απαλά. Κείνη δεν έδειξε να το καταλαβαίνει. Γύρισε και θέλησε να κολλήσει πίσω της, να τρίψει το πιεσμένο μέλος του στα μεριά της. Μα λυπήθηκε να τη ξυπνήσει! Θα 'θελε να της έκανε έρωτα, έτσι όπως ήτανε κοιμισμένη, χωρίς να ξυπνήσει.

Σηκώθηκε να πάει τουαλέτα. Όταν επέστρεψε ανακουφισμένος, δεν είχε ακόμη ηρεμήσει. Στάθηκε μπρος της, από τη δική της μεριά του κρεβατιού. Το κορμί του, την έδειχνε έντονα, επίμονα, πιεστικά. Τη "σημάδευε"! Τράβηξε απαλά το σεντόνι, μέχρι που τη ξεσκέπασε τελείως! Εκείνη κοιμόταν ακόμα, χαμογελαστή και γεμάτη. Ποιός ξέρει τί όνειρα να 'βλεπε! Τη ζήλεψε για τα όνειρά της...

Τη καμάρωσε ολόγυμνη. Η Οδαλίσκη των Ονείρων! Το βλέμμα του τη πασπάτεψε ολάκερη, δεν άφησε κανένα σημείο του κορμιού της που να μην αγγίξει πρόστυχα κι αδιάντροπα! Πτυχώσεις, γωνίτσες, παχάκια, σημάδια, αγαπημένα και ποθητά σημεία! Το κορμί του έδειχνε έντονα, πιεστικά, τα χαμογελαστά της χείλια! Θέλησε να αιχμαλωτίσει, αυτό το χαμόγελο. Να εισχωρήσει μέσατου.

Πολιόρκησε και κατάφερε, σιγά κι απαλά, να γλιστρήσει μέσα του! Στην αρχή, η θέρμη κι η ελαφριά πίεση των χειλιών της, ήταν σα ράπισμα στο κορμί του και θέλησε να ορμήσει και να επιταχύνει, μα συγκρατήθηκε... Κείνη δεν έδειχνε να ξυπνά, μα τύλιγε υπέροχα με το χαμόγελο της, τον ερεθισμό του. Αυτή η αβεβαιότητα σα σκέψη ότι δηλαδή μπορεί να 'χε ξυπνήσει αλλά μπορεί κι όχι, τον αναστάτωσε ακόμα πιο πολύ.

Χάιδεψε απαλά, σημεία του κορμιού της όμορφα κι αγαπημένα. Απαλά-απαλά, μη ...ξυπνήσει. Όταν της χάιδεψε τη κοιλιά χαμηλά, είδε ν' ανοίγει σιγανά τα πόδια της. Κοίταξε αχόρταγα... έκλεψε σα πεινασμένος, το έδεσμα που του παρουσίαζε. Έπιασε το δεξί της χέρι, απαλά και το 'φερε κοντά στo μουνί της. Εκείνο έμεινε ακίνητο κι αυτός ξεχώρισε προσεκτικά το δείκτη και τον ακούμπησε, πάνω στο κέντρο της. Έμεινε και πάλι ακίνητο.

Σταμάτησε και τη κοίταξε. Είχε κλειστά τα όμορφά της μάτια κι έδειχνε κοιμισμένη. Χωρίς να σταματήσει να κινείται στο στόμα της απαλά -ενώ θα 'θελε να καλπάσει σα τρελός- κίνησε το δείκτη της πάνω-κάτω, πιέζοντας τον ελαφρά προς τα μέσα! Τότε την είδε ν' αντιδρά, ανεπαίσθητα.

Χωρίς ν' ανοίξει τα μάτια ή να σταματήσει να φιλά τόσον όμορφα, έδωσε ζωή στο δάχτυλό της. Το άφησε και την έπιασε απαλά από τα πλαγινά του προσώπου, όσο τον βόλευε η στάση της! Είχε λυγίσει τα γόνατά του, για να 'ρχεται σε πλήρη ευθεία με το πανέμορφο και τόσο γλυκό στόμα της.

Τη κοίταζε, προσπαθώντας να μαντέψει, αν είχε ξυπνήσει ή όχι. Είχε ταχύνει η ανάσα της κι έμοιαζε να 'χει πιότερη κίνηση από πριν. Αλλά είχε κλειστά τα μάτια. Σταμάτησε να κινείται στο στόμα της, γιατί ένιωθε πως θα τελειώσει και δε το 'θελε. Όχι χωρίς αυτή! Κείνη άρχισε να κινείται ανεξέλεγκτα.

Άρχισε να βογγάει ελαφρά μέσα στον ύπνο (;) της και να επιζητά να κλείσει πάλι με τα χείλη της τον αντρισμό του. Τη διευκόλυνε, μα κράτησε ήπιους ρυθμούς. Ένιωθε πως κι εκείνη ήτανε κοντά κι αυτό τον μάγευε. Γύρισε και κοίταξε το χέρι της. Ήταν ανασηκωμένο από το κορμί της, σχεδόν ολάκερο. Μόνον ο δείκτης ήταν επίμονα κολλημένος πάνω της.

Τριβότανε, κρυβότανε, σερνότανε πάνω στα ολοκόκκινα χειλάκια, που 'χανε πρηστεί και δείχνανε δακρυσμένα. Η κίνηση είχε γίνει γοργή, τα βογγητά της πιο έντονα κι η ανάσα της σφυριχτή, λαχανιαστή.

Αποκλείεται να κοιμόταν! Μα τα μάτια της ήτανε κλειστά και το στόμα της, παρόλο που δεν ήτανε λεύτερο, έδειχνε ακόμα τη ψευδαίσθηση χαμόγελου. Το δέρμα ανάμεσα στα φρύδια, είχε συσπαστεί κι εκείνος πια ήτανε κοντά... πολύ κοντά... Λίγο ακόμα και δε θ' άντεχε... δεν θ' άντεχε...

Έχυσε μες στα χείλια της, ολάκερη τη ζωή του. Ένιωθε σα να δεχόταν αλλεπάλληλες τσεκουριές στη ράχη κι εκείνη, δέχτηκε τη προσφορά του, πάντα με μάτια κλειστά, αλλά σχεδόν αμέσως πίσω του ακολούθησε, συσπώντας το κορμί της σε τόξο! Δε τραβήχτηκε από μέσα της. Δε τον απομάκρυνε, συνέχισε να τον καλύπτει με τα χείλια κι άφησε το χέρι της να πέσει ανάμεσα στα πόδια της, ξέπνοο.

Έδειχνε να τρέμει. Τραβήχτηκε και δεν είχε ακόμα ηρεμήσει. Δε την είχε χορτάσει. Παραμέρισε το χέρι της κι έπεσε πάνω της απαλά. Τη σκέπασε με το κορμί του, χωρίς ν' αφήσει λεύτερο το βάρος του, πάνω της. Κατευθύνθηκε προσεκτικά, απαλά κι επίμονα, μέσα της. Ήτανε τόσον υγρή, που εισχώρησε στα άδυτα του νου της εύκολα. Κείνη έδειξε να ξαφνιάζεται, χωρίς ν' ανοίξει τα μάτια της.

Οι συσπάσεις της δεν είχαν ακόμα σταματήσει τελείως. Τη πίεσε και μ' έντονο μόχθο, κυρίευε τις κορφές της. Την αγκάλιασε ολάκερη, την έκλεισε στα χέρια του κι έστειλε το στόμα να ψάξει κάθε σημείο της. Δεν άντεχε κι επιτάχυνε το ρυθμό. Εκείνη -με κλειστά μάτια πάντα- τον πρόλαβε αυτή τη φορά και γέμισε το δωμάτιο, από τους ήχους της.

Το κύμα της τον παράσυρε κι όταν πια δεν άντεχε άλλο, τραβήχτηκε ψηλά στο στομάχι της σημαδεύοντας τα λαχταριστά της στήθια. Κείνη με κλειστά μάτια, δέχθηκε τα πυρά του έρωτά του, πάνω της. Πέσανε παντού, στο λαιμό, στο στήθος και μείνανε σιωπηλοί και λαμπυρίζοντες μάρτυρες, στο φως της νέας μέρας.

Έπεσε πάνω της μ' όλο του το βάρος και την έκλεισε στην αγκαλιά του, κουρασμένος μα ολοζώντανος. Εκείνη -ακόμα με κλειστά μάτια και με το μισοκοιμισμένο κείνο αρχικό χαμόγελο- αφέθηκε να κουρνιάσει μέσα του!

Ένιωθε φανταστικά, γιατί είχε ..."σημαδέψει" το κορμί της με τους χυμούς του. Έγλυψε το δείκτη της και μέθυσε... Είν' όμορφο να βλέπετε, το ίδιο όνειρο τα πρωινά... Όταν άνοιξε τα μάτια της, ύστερα από λίγο, τη φίλησε στο στόμα.

-"Αν ήξερες τι όνειρο έβλεπα, θα με ...μάλωνες..."
Του είπε παιχνιδιάρικα...

Παρασκευή 15 Μαΐου 2009

τα 4 ψέματα



Και τώρα 4 ψέματα που, είτε από δική μου επιλογή είτε όχι πιστεύουν οι άλλοι για 'μενα:

1.Ότι μου αρέσουν οι πιτσιρίκες.
Αυτό είναι μια φήμη που έχει δημιουργηθεί, γιατί απλά οι όποιες φίλες μου είναι παντρεμένες και δεν πολύ-βγαίνουν στον έξω κόσμο. μόνες τους... πόσο μάλλον μαζί μου !!

2.Ότι είμαι πολύ δυνατός και δεν κωλώνω σε τίποτα.
Αυτό πάλι είναι μια φήμη που έχει να κάνει με το ότι γενικά είμαι survivor και καμία σχέση δεν έχει με δύναμη, γιατί μόνο εγώ ξέρω πόσες φορές κλαίω μόνος μου..

3.Ότι το μόνο πράγμα που σκέφτομαι είναι το σεξ.
Πράγμα που επίσης είναι μεγάλο λάθος γιατί σκέφτομαι κι άλλα πράγματα όπως όπως.... γαμώτο πάλι το ξέχασα..

4.Ότι ξετρελαίνομαι να χτυπιέμαι σαν το ψάρι στο γυμναστήριο και να πονάει το κορμάκι μου μετά, και ότι μου αρέσει να τρώω βραστά μπρόκολα και κολοκύθια

Μπλιάχ!!!!

Τετάρτη 13 Μαΐου 2009

και που ξέρεις...



Είναι κάτι νύχτες με πανσέληνο που τονώνουν την αυταρέσκεια μου. Περπατάω στους δρόμους της πόλης φορώντας το τζιν μου και τις καουμπόικες μπότες μου.. Τα αυτοκίνητα με τη δυνατή μουσική σκοτώνουν τη σκέψη μου.. Τα ρούχα στις βιτρίνες, μου θυμίζουν σε ποιους πρέπει να μοιάζω..

Κινούμαι αγέρωχα κουβαλώντας την ύπαρξη μου, σα να ‘μουν Θεός.. Στις βιτρίνες με τις οθόνες “πλάσμα” πληροφορούμαι το μέλλον του κόσμου.. Συχνά, συνουσιάζομαι στα ανατομικά στρώματα της μιας ώρας ξενοδοχείων, με κυρίες που αναζητούν εφήμερους εραστές μέσω των αγγελιών του Pathfinder…

Τίποτα δε μοιάζει με ‘κεινες τις νυχτερινές μου βόλτες στην εύκολη ζωή.. Στην αγκαλιά της πρώτης που θα με ποθήσει, αφήνω τους αναστεναγμούς μου, σβήνοντας πλαστούς πόθους σε άνομες για το πολλούς πράξεις..

Νοιώθω να είμαι εγώ η αποψινή σου νίκη.. Μη με κοιτάς, εσένα περίμενα.. Γλύψε τις πληγές μου σα πιστό σκυλάκι σαλονιού.. Άσε με να ρουφήξω τα υγρά του μουνιού σου, να τσιμπήσω τις σκληρές από καύλα ρώγες σου, αν αντέχεις τον πόνο.. Να σε γυρίσω μπρούμυτα και να στον χώσω από πίσω, αν σ’ αρέσει..

Και που ξέρεις.. Ως αύριο μπορεί να έχουμε ξεχάσει..

για μια νύχτα πουτάνα



Μια νύχτα σαν τις άλλες,
χωρίς να το πολυσκεφτείς,
θα ντυθείς με φανταχτερά χρώματα
-από ‘κείνα που δε σ’ έχω δει ποτέ να φοράς-
και ψηλοτάκουνα για να λικνίζεσαι ξεδιάντροπα..
Θα περπατήσεις με φεγγάρι το δημοτικό φωτισμό,
θ' ακούσεις τις ανάσες των περαστικών
να ψιθυρίζουν προστυχόλογα..
Θα διασκεδάσεις σε μπαρ παραλιακό,
παρέα με καμάκια που φοράν μπλουτζίν
και μπότες σε ξεθωριασμένο κανελί
κι άλλους με ανοιχτά πουκάμισα
και παπούτσια παντοφλέ με άσπρες κάλτσες..
Θα πετάξεις πέρα το υπαλληλίκι
στον πάτο της ασημί τσάντας σου
και θα γεμίσεις τις τσέπες σου λεφτά
χωρίς απόδειξη παροχής υπηρεσιών,
ανάμεσα σε καπνό και αλκοόλ..

Κι εγώ θα σου λέω :
"Εσύ είσαι δυνατή, δεν έχεις εσύ ανάγκη από τίποτα.."
"Τι ξέρεις από έρωτα;" θα με ρωτήσεις..
"Τίποτα" θα πω..
Τι να σου πω για τον έρωτα,
Μονάχα θα μου χαρίσεις το κόκκινο βρακί σου
να το ‘χω λάβαρο κάθε που θα μιλάω για σένα..

Τρίτη 12 Μαΐου 2009

τελευταίο δάκρυ



Νύχτα στην Εθνική οδό Λαμίας. Το ολοκαίνουργιο τζιπ έτρεχε διασχίζοντας τον άδειο δρόμο. Εκείνος οδηγούσε επιδέξια και νευρικά , εκείνη καθόταν δίπλα του και κοιτούσε έξω ενώ η σκέψη της έτρεχε αλλού..

Μερικές φορές ο άντρας ακουμπούσε και χάιδευε το πόδι της , το κοντό καλοκαιρινό φουστανάκι της ανέβαινε ως την μέση των μοιρών της αφήνοντας τα λεπτά της πόδια εκτεθειμένα στα χέρια του. Εκείνη άλλοτε τρόμαζε ελαφρά στο άγγιγμά του και άλλοτε δεν αντιδρούσε καθόλου..

Που και πού γυρνούσε προς το μέρος της και τότε τον κοιτούσε και αυτή , το πρόσωπό του ήταν αρρενωπό με σαρκώδη χείλη , τα μαλλιά του σπαστά και ανάλαφρα ανακατεμένα από το αεράκι που έμπαινε από το παράθυρό του καθώς έτρεχε…τα μάτια του εκφραστικά με έντονη λάμψη. Όταν τον κοιτούσε να της χαμογελά είχε την αίσθηση ότι το βλέμμα του ήταν σατανικό…

Ήταν πολύ ερωτευμένη μαζί του , ίσως περισσότερο απ΄ ότι θα έπρεπε αναλογίστηκε κοιτώντας τον.«Κουκλί πως είσαι?» τον άκουσε να την ρωτάει με την βραχνή φωνή του ..γύρισε και του χαμογέλασε απαλά , άλλα απασχολούσαν τώρα το μυαλό της …γύρισε και πάλι προς το παράθυρο ενώ ένιωσε το χέρι του ξανά πάνω στα πόδια της να ανεβοκατεβαίνει…δεν αντέδρασε καθόλου…

Εκείνος απότομα έστριψε το αυτοκίνητο και σταμάτησε πατώντας φρένο …άνοιξε την πόρτα και βγήκε , η κοπέλα τον ακολούθησε , ήταν νύχτα , κανείς δεν υπήρχε εκεί , κοίταξε την περιοχή ήταν κάπου σε ένα άνοιγμα δίπλα στον δρόμο , κάτω είδε την μαύρη θάλασσα να φωτίζεται από το ασημένιο φεγγάρι …

Τον είδε να ανοίγει το πορτ μπαγκάζ , έβγαλε μία κουβέρτα και ένα μπουκάλι κρασί με δύο ποτήρια , γύρισε προς το μέρος της, αυτή στεκόταν δίπλα του, χωρίς να πει λέξη την άρπαξε αποφασιστικά από το μπράτσο και την τράβηξε προς το μέρος του φιλώντας την με πάθος , χωρίς να αφήσει το μπράτσο της γύρισε και την ανάγκασε να τον ακολουθήσει , σχεδόν την τραβούσε …

Έφτασαν στην άκρη , κάτω ήταν μία μικρή απόκρυφη παραλία , εκείνος προχώρησε πρώτος την πλαγιά κρατώντας την πάντα και αναγκάζοντάς την να τον ακολουθήσει.. Έφτασαν κάτω δίπλα στη θάλασσα , εκείνη στεκόταν και τον παρατηρούσε. Με επιδέξιες κινήσεις μάζεψε λίγα ξυλάκια που υπήρχαν τριγύρω και άναψε φωτιά , έστρωσε την κουβέρτα κάτω και της έκανε νόημα να καθίσει , το υπάκουσε , δεν είχε κουράγιο ούτε να μιλήσει …

Άνοιξε το μπουκάλι και έβαλε από το λευκό κρασί στα ποτήρια , της πρόσφερε το ένα , ήπιε κι αυτός μία γουλιά και γονάτισε μπροστά της σκύβοντας να την φιλήσει ηδονικά με τα υγρά , δροσερά από το κρασί , χείλη του.. Ανταποκρίθηκε στο φιλί του , τον λαχταρούσε τόσο , τον ήθελε πολύ …

Ξάπλωσε πάνω της και άρχισε να την χαϊδεύει σε όλο της το σώμα ανασηκώνοντας με ευκολία το φόρεμά της και παραμερίζοντας το εσώρουχό της , δοσμένη στα βαθιά φιλιά του και τα καυτά του χάδια ούτε που κατάλαβε πότε αυτός είχε ανοίξει το παντελόνι του , ένιωσε μόνο ότι έμπαινε μέσα της με δύναμη κοιτώντας την τώρα στα μάτια με εκείνο το σατανικό του βλέμμα και το χαμόγελο του κατακτητή ..

Αφέθηκε στους άλλοτε άγριους και άλλοτε πιο απαλούς ρυθμούς του , εκείνος όριζε το παιχνίδι , ήξερε πολύ καλά να διαβάζει τις ερωτικές της επιθυμίες γινόταν σκληρός και άγριος όταν εκείνη το είχε ανάγκη και ηρεμούσε όταν έπρεπε για να την αφήσει να το απολαύσει ..

Κυλίστηκαν στη άμμο ενωμένοι , όταν εκείνη ήταν από πάνω εκείνος χάιδευε το στήθος της και ρουφούσε τις θηλές της τόσο αισθησιακά , πόσο της άρεσε αυτό έχοντάς τον ταυτόχρονα μέσα της …μετά την φιλούσε στο αφτί και στο λαιμό ενώ δεν άφηνε από τα χέρια του το στήθος της , ανεβάζοντας την ηδονή της …

Το ερωτικό τους παιχνίδι συνεχίστηκε για αρκετή ώρα , αλλάζοντας στάσεις και ρυθμούς έφτασαν στο αποκορύφωμα σε άγριους ρυθμούς εκείνη στα τέσσερα πεσμένη και εκείνος να την παίρνει σχεδόν μανιασμένα και ψιθυρίζοντας της πρόστυχα λόγια στο αφτί που την τρέλαιναν…

Έμειναν εκεί ο ένας πάνω στο άλλο , εκείνη μπρούμυτα μουδιασμένη από τον έρωτά του και εκείνος πάνω της , τα κορμιά τους ακόμα πάλλονταν …Λίγα λεπτά μετά την κρατούσε στην αγκαλιά του και της έδινε να πιει από το ποτήρι του φιλώντας την στο πρόσωπο και στα μαλλιά …

Εκείνη σηκώθηκε πρώτη , έβαλε το φόρεμα και κατευθύνθηκε προς την πλαγιά με βιασύνη , εκείνος ακολούθησε μαζεύοντας βιαστικά και πρόχειρα τα πράγματα.. Έφτασε πρώτη επάνω , γύρισε και κοίταξε τον μικρό κόλπο κάτω , εκεί που πριν από λίγο είχε μέσα της τον άντρα που αγάπησε και πόθησε όσο κανέναν άλλο…κοίταξε την μαύρη θάλασσα και το ανοιξιάτικο φεγγάρι , πόσο θα ήθελε να βουτήξει μέσα στα νερά και να μη ξαναβγεί ποτέ …

Μπήκε βιαστικά στο αυτοκίνητο ,ήθελε να φύγει αμέσως , ήθελε να επιστρέψει πίσω..Στη διαδρομή της επιστροφής εκείνος προσπάθησε να της μιλήσει , για πρώτη φορά δεν έτρεχε λες και δεν ήθελε να τελειώσει ο δρόμος της επιστροφής …

"Σ’ αγαπώ" τον άκουσε να της λέει , γύρισε και τον κοίταξε , γέμισε πίκρα η ψυχή της... Δεν μου φτάνει η αγάπη σου, σκέφτηκε μέσα της , μα δεν του απάντησε. Πόσα ήθελε να του το φωνάξει στα μούτρα εκείνη τη στιγμή "Είναι λίγη η αγάπη σου , αυτό που έχουμε δεν είναι αρκετό , τα θέλω όλα ή τίποτα" δεν έβγαλε κουβέντα , ήταν κουρασμένη ψυχικά και σωματικά ήθελε να πέσει σε έναν βαθύ ύπνο να μη σκέφτεται να μη πονάει.

Το αυτοκίνητο σταμάτησε μπροστά στο σπίτι της, ήταν χαράματα , άνοιξε την πόρτα εκείνος έκανε μια κίνηση να την σταματήσει, έστω να της δώσει ένα γρήγορο φιλι, αλλά δεν τα κατάφερε… Αυτή έκλεισε με δύναμη την πόρτα πίσω της και έτρεξε σχεδόν κυνηγημένη να μπει μέσα στην πολυκατοικία κλείνοντας πίσω της βιαστικά την πόρτα μήπως και την ακολουθούσε.

Τον είδε για τελευταία φορά να την κοιτάει μέσα από το αυτοκίνητο , το βλέμμα του για πρώτη φορά ήταν γεμάτο απόγνωση … Κλείδωσε καλά πίσω της , ήθελε να νιώσει ασφάλεια , ήθελε να είναι μόνη . Έβγαλε το φόρεμά της , πέταξε τα πέδιλα και μπήκε κάτω από το ντους , άφησε να τρέξει το νερό πάνω στο σώμα της και μαζί μ’ αυτό τα δάκρυά της … πονούσε πολύ!

Τον αγαπούσε τρελά, αλλά ένοιωθε ανασφάλεια με τα ψέμματα του... Ξάπλωσε αποκαμωμένη , ένιωθε τόσο κουρασμένη, σχεδόν αηδιασμένη. Για άλλη μια φορά την είχε χρησιμοποιήσει … Δεν πίστευε ούτε στα "σ' αγαπώ" του! Ένοιωθε πως όλα ήταν ένα ψέμα, κι έτσι την πήρε ένας βαθύς ύπνος και καθώς αφηνόταν σ’ αυτόν να την λυτρώσει .. ένα τελευταίο δάκρυ κύλησε στο πρόσωπό της.

Μα κι αυτό δεν ήταν αρκετό. Ήξερε καλά πως την άλλη μέρα θα τσαλάκωνε για πολλοστή φορά τον εγωισμό της, θα του τηλεφωνούσε και θα τον ικέτευε να ξαναειδωθούν...

Κυριακή 10 Μαΐου 2009

χωρίς έλεος



Θέλω να με πάρεις μέσα στ’ αυτοκίνητο,
να σε νιώθω να με πιέζεις σα να ‘τανε να φύγω,
να φιλήσεις τον λαιμό μου που μ’ αρέσει,
να δαγκώσεις δυνατά τις φλέβες μου.
να μου αφήνεις σημάδια με τα δόντια σου
να πας λίγο πιο κάτω, προς το στήθος μου,
να παγιδεύεις το δέρμα μου ανάμεσα στα χείλη σου,
να με ακούς να βογκάω από καύλα.

Τώρα θέλω να έρθεις λίγο πιο κοντά.
Θέλω να νιώσω την κρύα ανάσα πάνω στις ρώγες μου,
να τις δαγκώσεις και να θες να τις ζεστάνεις,
να τις αισθάνεσαι να θέλουν να φύγουν…
να τραβιέμαι λίγο πιο μακριά γιατί θα με πονάς,
να γλείφεις τα πλευρά μου και το στομάχι μου,
να κατεβάσεις το φερμουάρ στο τζίν μου
να με δαγκώνεις απαλά, να με ρουφάς…

Θέλω να δαγκώσεις τα κόκαλα μου
που πετάγονται γύρω από την μέση μου
σα να προσπαθείς να τα ρουφήξεις.
Να νιώθω τα δάχτυλα σου
να χαϊδεύουν τρυφερά τα πόδια μου,
τα λακκάκια πίσω από τα γόνατα μου,
κι η γλώσσα σου να ταξιδεύει παντού.
Να φιλάς τις όρθιες ρώγες μου
να τις νιώθεις να σκληραίνουν
σα να υποκλίνονται σε εσένα.

Να με ρουφάς και να με φιλάς μαζί,
να με κάνεις να πονάω…
να χάνω τον έλεγχο της ανάσας μου.
Να μαλακώνεις και να σκληραίνεις
την γλώσσα σου πάνω στην κλειτορίδα μου
ενώ αφήνεις δαχτυλιές πάνω στη μέση μου.
Να φεύγεις ξαφνικά και να ξανάρχεσαι
για να δαγκώσεις τα πόδια μου,
τις γάμπες, τους μηρούς, τα δάχτυλα μου,
να τα ρουφάς σα νέκταρ να τρελαίνομαι.

Να νιώθω την γλώσσα σου βαθειά μέσα μου
σα να θες να με κάνεις να λιώσω στο στόμα σου.
καθώς ψιθυρίζω το όνομα σου, το γέλιο σου,
καθώς τελειώνω στο στόμα σου και εσύ με φιλάς.
Να σε ικετεύω να μπεις μέσα μου.
Να σε θέλω εκεί, όσο πιο βαθειά μπορείς.
Να σε κρατήσω μέσα μου σα φυλαχτό.
Να μπαίνεις αργά, βασανιστικά
μετά όλο και πιο γρήγορα.

Το σάλιο απ’ τα χείλια σου να με λούζει
Να χαϊδεύω τις τρίχες στο στήθος σου
να ενώνω τα δάχτυλα μου στο λακκάκι
που κάνουν τα κόκαλα χαμηλά στην μέση σου.
Να σε ακούω να μιλάς πρόστυχα
καθώς χάνομαι μέσα στα μάτια σου,
στα χείλια σου.

Η καρδιά σου να ουρλιάζει από ικανοποίηση.
Και η δικιά μου να κλαίει γιατί δεν εκτίμησες ποτέ,
αυτό που σου χαρίζω...

η δική μου μεσόγειος



Ήρθες πριν λίγο, την ώρα που εγώ κοιμόμουν γυμνός. Άκουγα τα βήματα σου να πλησιάζουν στο κρεβάτι. Πάντα σου άρεσε να πετάς τα ρούχα σου στο πάτωμα και να ξαπλώνεις πλάι μου. Ένοιωθα το λεπτό χεράκι σου να με χαϊδεύει στο στήθος και μετά να κατηφορίζει αργά στον πούτσο μου, που τόσο λάτρευες. Σε άφηνα για λίγο να παίξεις μαζί του, να καυλώσεις και μετά δήθεν ξύπναγα, έπεφτα πάνω σου και σε γέμιζα φιλιά…

Θεέ μου, πόσο με ερέθιζες και πόσο μ’ αγαπούσες… Μετά έτρεχες στο μπάνιο. Άκουγα τα βρεγμένα πέλματα στο πάτωμα κι ερχόμουνα κι εγώ... χείλη ενωμένα κάτω απ’ το ζεστό νερό να τρέχει πάνω μας, μαλλιά ανακατεμένα, ανάσα στην ανάσα. σε άγγιξα, με άγγιξες. Σε ερέθιζε να κάνουμε μπάνιο μαζί. Με χάιδευες με τέχνη και παρόλο που είχα μόλις τελειώσει, σε ήθελα ξανά…. μέσα σου, μέσα μου,…

Χαλάρωνα απ’ την ένταση και σ’ έπαιρνα να πάμε μια βόλτα. Μας άρεσε να περπατάμε στο κέντρο της πόλης. Σου άρεσε η θάλασσα, μου άρεσε το βουνό. Τις Κυριακές πηγαίναμε στην παραλία, σ’ έβαζα πάντα να καθίσεις να βλέπεις την θάλασσα, τον ουρανό. Μου μιλούσες ασταμάτητα για τα παιδικά κι εφηβικά σου χρόνια, κι αργότερα για την μαυρίλα που εισέπραξες από κάποιον που σε πλήγωνε επί σειρά ετών. Σ’ άκουγα και φοβόμουνα πως ίσως μια μέρα σε πληγώσω κι εγώ..

Μετά γυρίζαμε στο μικρό μου διαμέρισμα κουρασμένοι απ’ το περπάτημα. Εγώ έπρεπε να φύγω, να σ’ αφήσω μόνη. Σ’ έβαζα στο κρεβάτι, περίμενα μόνο να κοιμηθείς. κάτω από το αχνό φως του φωτιστικού να σου ψιθυρίσω "Σ’ Αγαπώ", κι ας μην το πίστευα. Αυτό ήθελες ν’ ακούσεις πριν φύγω…

Φοβόμουνα μην σε πληγώσω, κι ο φόβος αυτός έγινε πλέον παιχνίδι στα χέρια μου. Η ψυχή σου αθώα, παιδική. Κι όταν γύριζα, ξάπλωνα δίπλα σου και σ’ έκλεινα στην αγκαλιά μου. Ξυπνούσες πάντα τα χαράματα κι έφευγες για την δουλειά. Ήταν όμορφο να ξυπνάς μπροστά σε ένα προσωπάκι στο λευκό μαξιλάρι, με ένα βλέμμα γαλήνιο, δίπλα στο χέρι που σου απλώνεται, κοντά στο στόμα που ξέρει να χαμογελά.

Να δώσεις και να δοθείς, να μοιράσεις και να μοιραστείς. να γίνει αυτή η θάλασσα η δική μας ραψωδία. Γιατί η δική μου Μεσόγειος δεν είναι μπλε. έχει όλα τα χρώματα. Σαν ανθρώπινη φωνή πάνω από τα βότσαλα. σαν παρατεταμένη πνοή..

Πέρασε κιόλας ένας χρόνος. Με διαβάζεις και θυμάσαι; Είναι που εκτός από τα σώματα έχουν μοιραστεί και τα μυαλά μας. Κι αν φτάσω μέχρι εκεί, μπορεί να σ’ αγαπήσω… Κι αυτό είναι που φοβάμαι…

μου χρωστάς...



Μου χρωστάς λοιπόν τα πάντα !!!
και τα πιο όμορφα όνειρα σου,
τα οφείλεις στην δύναμη που αντλείς
μόνο μέσα από μένα, ... και το ξέρεις.

Kι αν το σώμα σου είναι ακόμα ερεθισμένο
από την τρυφερότητα των χεριών μου,
όλες μου τις κινήσεις τις οφείλω σε σένα.
Γιατί εμπνέομαι από σένα, ... και το ξέρεις.

Σε θέλω γυμνή, όρθια μπροστά μου,
να γλιστρούν τα ρούχα σου στο πάτωμα,
να αγγίζεις ηδονικά το σώμα σου,
μπροστά μου να βλέπω τα σημάδια
από τα χθεσινά φιλιά μου επάνω σου...

Τα υγρά ποτάμια ανάμεσα στους μηρούς σου
κι εγώ γυμνός κι ερεθισμένος πλάι σου,
να ακολουθώ τη διαδρομή τους βαθειά εντός σου,
Μωρό μου, θέλω να τα νοιώσω όλα μαζί σου,
να σ' ακούω να γίνεσαι "Από μικρό παιδί Γυναίκα",
μόνο... μέσα από εμένα που λατρεύεις!

Κι όταν είμαι μακριά σου και οι ρώγες σου μ’ αναζητούν,
θα τις χαϊδεύεις κρυφά μόνη σου για να σκληρύνουν,
σαν δυο σκούρες ροζ ερεθισμένες πέρλες, όπως μου αρέσουν..

Κι όταν θα νοσταλγείς το παθιασμένο μου φιλί
να απαλύνει τον πόνο της γλυκιάς προσμονής σου,
Όταν θα σου λείπει η τρυφερή παλάμη μου
να σε ζεστάνει τις κρύες νύχτες στην κάμαρας σου,
ή το αρσενικό μου πάθος να πάλλεται εντός σου...

Τότε ξέρω πως θα έρθεις ξανά εκεί που μένω,
γεμάτη ενοχές.. θα ψάχνεις τον χαμένο σου παράδεισο
ή κάπου αλλού ; ξέρεις καλά που...
Μου χρωστάς λοιπόν τα πάντα... και το ξέρεις

Παρασκευή 1 Μαΐου 2009

χειμωνιάτικη απόδραση



Μου είχες πει ότι από την ένταση της πολύωρης οδήγησης, μόλις φτάσουμε, θα πέσουμε κατευθείαν για ύπνο. Σου είχα πει ότι αποκλείεται, ότι όσο κουρασμένη και να είμαι θα σε θέλω πολύ, μα εσύ επέμενες τόσο που με πείσμωσες ακόμα περισσότερο. Νομίζω τελικά, ότι το έκανες επίτηδες.

Στην διαδρομή για το Πήλιο σταματήσαμε να βγάλουμε φωτογραφίες τα άγρια χιονισμένα βουνά, τις πέτρινες εκκλησούλες που πάντα μ’ άρεσαν. Όταν άρχισε να σουρουπώνει φτάσαμε τελικά στο μικρό χωριό που ήταν ο προορισμός μας.

Το πέτρινο παραδοσιακό πηλιορίτικο ξενοδοχείο που είχα κλείσει, φάνταζε ακόμα πιο όμορφο απ’ τις φωτογραφίες που είχα δει στην ιστοσελίδα του. Οι κρατήσεις είχαν γίνει εδώ και μια εβδομάδα και βρισκόμασταν ήδη καθοδόν για το δωμάτιο με το τζάκι που είχα ζητήσει.

Έβαλες το κλειδί στην υποδοχή και ακούστηκε το μαγικό κλικ. Με σήκωσες στα δυνατά μπράτσα σου και με ακούμπησες απαλά δίπλα στο κρεβάτι.

- “ Είμαι πολύ κουρασμένη απ’ το ταξίδι. Έχει πάει 7 η ώρα και ταξιδεύουμε απ’ το πρωί... Έλα να κατέβουμε στο εστιατόριο στο ισόγειο να φάμε κάτι » σου είπα δήθεν ανέμελα για να δω πως θα αντιδράσεις.

Στην αρχή ζήτησα να μας φέρουν ξύλα ν’ ανάψουμε το τζάκι. Με κοίταζες μες τα μάτια, μες το στόμα. Πόσο όμορφος ήσουν ... Με τράβηξες πάνω σου και με έγδυσες πετώντας τα ρούχα γύρω μου. Πρώτα το μπεζ μου χοντρό πουλόβερ, μετά με αργές κινήσεις το μπουστάκι μου, το δαντελένιο σουτιέν μου.

Φιλούσες την γυμνή μου σάρκα, κάθε φορά που ελευθέρωνες το κορμί μου γυμνό. Γδύθηκες βιαστικά κι εσύ. Θαύμασα γι ακόμη μια φορά το αντρικό μυώδες κορμί σου. Με ξάπλωσες ανάσκελα στο κρεβάτι και τύλιξα τα πόδια μου γύρω σου. Πάντα σου άρεσε τα τυλίγω τα πόδια μου γύρω απ’ τη μέση σου. Θυμάσαι;

Μπήκες απαλά μέσα μου, να μην πονάω. Ένοιωσα το καυτό σου μόριο σκληρό να με καρφώνει βαθειά. Άρχισα να ιδρώνω και παραδομένη στα υγρά φιλιά σου, ταξίδευα, χανόμουνα στα όσα μου έκανες.

Μέχρι το πρωί δεν σταματήσαμε να κάνουμε έρωτα ξανά και ξανά. Τα λόγια σου με τρέλαιναν. Τα κορμιά μας γίναν ένα…. Τα σεντόνια μας υγρά, τα κορμιά μας εξουθενωμένα! Εσύ μωρό μου το κάνεις να μοιάζει ονειρικό.

Και όταν στο τέλος ακουμπήσαμε ξέπνοοι στο κρεβάτι και το χέρι σου κύλησε χαμηλά στη μέση, ξαφνιάστηκες που άγγιξες την φωλίτσα μου υγρή, πρόθυμη, να σε θέλει ακόμα….