Παρασκευή 12 Ιουνίου 2009

αυτογνωσία του καναπέ



Ξημέρωσε πια, λύτρωση ή κατάρα; Ποτέ δεν κατάφερα να τα ξεχωρίσω. Κουβάρι στο μυαλό μου οι ανάγκες μου, κουβάρι κι η ζωή μου. Προσπάθησα να πιω, νόμιζα πως θα ‘ταν όπως τότε, φοιτητής, ανέμελος ψάχνει την περιπέτεια μιας βραδιάς, την περιπέτεια μιας ώρας…

Έπαιρνα γκόμενες ακόμα και στις τουαλέτες, χωρίς να τις γνωρίζω χωρίς να με γνωρίζουν. Μες στο μισοσκόταδο με θολά τα μάτια απ’ το ξενύχτι, με θολό το μυαλό απ’ το ποτό. Κι έχυνα,. χύνανε και κείνες – όχι όλες απ’ όσο θυμάμαι. Αλλά εμένα δεν μ’ ένοιαζε. Άλλωστε, μπορούσαν να προσπαθήσουν με άλλους αν δυσκολεύονταν μαζί μου.

Εγώ τη δουλειά μου την έκανα. Την κάψα μου τη δρόσιζα κι αυτό μετρούσε. Το πιπίλιζα κάθε μέρα. Ήταν ιδανικό κι εγώ το είχα κάνει καραμέλα. Ωραία χρόνια, ξέχειλα από ηδονές. Για ένα διάστημα, μάλιστα, κατέγραφα και τις επιδόσεις μου. Μαλακίες.

Για τις δικές τους δεν έδινα δεκάρα. - Θα τις δικαιώσει η ιστορία - σκεφτόμουν. Είχα το εγώ μου να νοιαστώ και να φροντίσω. Ένα εγώ γιγάντιο ορθωνόταν μπροστά μου, με κύκλωνε, με πλάκωνε, με καταβρόχθιζε.

Και απολάμβανα. Από κάθε γυναίκα που συναντούσα, έπαιρνα τη σωστή δόση ηδονής, συστηματικά και ποικιλοτρόπως. Είχε γούστο. Είχε ένταση. Είχε πάθος.

Αναπολώ τα χρόνια εκείνα. Νοσταλγώ να καβαλικέψω τα ξέφρενα άτια της ηδονής, κι ας γκρεμοτσακιστώ. Δεν κουνιέμαι όμως. Χωμένος όλο και πιο βαθιά στον αναπαυτικό μου καναπέ ξεφυλλίζω αυτά τα χρόνια. Ξεσκονίζω μνήμες και προσπαθώ να ζήσω μέσα απ’ αυτές.

Μια φωνή στο βάθος του μυαλού μου – όλο και πιο αδύναμα μέρα με τη μέρα – μου φωνάζει πως δεν γίνεται. Το χαβά της αυτή, το χαβά μου κι εγώ.

Με θυμάμαι μ’ ένα ποτήρι ποτό στο χέρι. Όλη μου η ζωή να κολυμπά σ’ ένα τόσο δα περιορισμένο χώρο. Όλη μου η ζωή ν’ ανασταίνεται απ’ το άρωμα ενός ποτού. Να μεθά και ν’ απογειώνεται. Όλη μου η ζωή ένα ποτό. Να το πιούν με μεγάλες γουλιές χείλη γυναικεία, πλούσια, γενναιόδωρα.

Τα πόθησα πολύ αυτά τα χείλη και τα ρούφηξα άπληστα. Για τότε. Για τώρα. Για πάντα. Τα κατέκτησα, τα λάτρεψα, τα πρόδωσα.

Θυμάμαι, τώρα δα, γυναίκες που πέρασαν μπρος μου, χωρίς να με κοιτάξουν. Σαν τα τρένα που έχουν αλλιώτικο προορισμό απ’ το δικό μου, και θυμώνω. Θυμώνω για το χάδι που στερήθηκα. Για το χάδι που τους στέρησα. Θυμώνω για το ταξίδι που δεν γευτήκαμε μαζί. Για το ταξίδι που δεν ονειρευτήκαμε μαζί. Σαν δύο ξένοι που αντάμωσαν για λίγο και χάθηκαν.

Ο καναπές μου, όμως, πάντα με καλοδέχεται στην αγκαλιά του. Χάνομαι σε γνώριμες γειτονιές, στα δικά μου στενά. Στα φιλόξενα στέκια μου μ’ ένα ποτό στο χέρι κι όταν επιστρέφω είμαι μούσκεμα. Οι κηλίδες στην περιοχή του καβάλου δεν αφήνουν και πολλά ερωτηματικά. Ακόμα και το πιο αθώο μυαλό καταλαβαίνει τι έχει συμβεί ανάμεσα στα σκέλια μου.

Και αν του δώσω την ευκαιρία, θα με περιγελάσει. Γι’ αυτό αποφεύγω τα πολλά-πολλά. Καλύτερα οι συναναστροφές μου να είναι περιορισμένες παρά να μπλέκω.

Οι γυναίκες προσποιούνται οργασμό όταν τους κάνει κέφι ή όταν τις βολεύει και μάλιστα χωρίς κόπο. Αλλά για μας τους άντρες τα πράγματα είναι πιο πολύπλοκα. Πώς να γιγαντωθεί η ορμή μου αν δεν κάνω τους χυμούς της ποτό μου; Αν δεν αφήσω τη θηλυκή μυρωδιά να με μαγέψει,την έρπουσα λάβα να με εκτινάξει;

Λαχταράς να γευτείς την ηδονή, την ολοκλήρωση, τη λύτρωση και να κρατήσεις φυλαχτό το άρωμα, τη δύναμη, την απελευθέρωση. Αν δεν χάσεις τον έλεγχο, αν δεν παραπατήσεις, αν δεν κρεμαστείς από τα ξέφτια της αξιοπρέπειάς σου, πώς να μπεις στον παράδεισο, πώς να ζήσεις στιγμές που μυρίζουν αθανασία;

Άλλος ο κόσμος της γυναίκας όμως. Χαμένη στα ταμπού. Χαμένη στις φοβίες της, τις ανασφάλειες. Παντού πόρτες και κλειδιά. Ξεκλειδώνεις, ανοίγεις και πάλι πάνω σε κλειδωμένη πόρτα πέφτεις. Χειρότερα κι από φυλακή. Χειρότερα κι από απομόνωση.

Δεν ξέρεις τι να περιμένεις, ούτε πόσο, ούτε πως. Προτιμάς να χάσεις τα κλειδιά. Το σκας. Με φρένα σπασμένα. Με ιλιγγιώδη ταχύτητα σε δρόμο άστρωτο και καταλήγεις πάλι πάνω της. Σχεδόν ικέτης. Σου δίνει ψίχουλα και σε περιφρονεί. Περιφρονεί το πιο ηθικό μέλος του σώματός σου, το πιο ειλικρινές. Σε τιμωρεί για κάτι που δεν ξέρεις, για κάτι που δεν σου λέει.

Κάποτε, κρατούσα άλλου είδους σημειώσεις. Τώρα θα σημειώνω πόσα «αχ, βρε μωρό μου, έχω πονοκέφαλο» εισπράττω την εβδομάδα. Ίσως έτσι αντιληφθώ τους κανόνες του παιγνιδιού κι από κομπάρσος γίνω πρωταγωνιστής.

Αυτά σκέφτομαι και δικαιολογώ την τιμωρία που μου επιβάλλει η καινούργια σύντροφός μου. Και με τιμωρώ και ‘γω μαζί της. Με τιμωρώ χωρίς να ξέρω γιατί. Ρώτα με αν θα το ξαναέκανα και θα σου πω: «ακριβώς με τον ίδιο τρόπο, ακριβώς με το ίδιο πάθος».

Κι όσο βυθίζομαι στην ασφάλεια του καναπέ, τόσο βυθίζομαι στην ανικανότητά μου ν’ αφήσω σημειώσεις στο κορμί της, να χαράξω τα δικά μου μονοπάτια.

«Είστε καιρό πια μαζί και ίσως να σε βαρέθηκε. Ίσως να την βαρέθηκες και συ και να μην το παραδέχεσαι» ψιθυρίζει μια φωνή μες στο κεφάλι μου.

Θαρρώ πως ανακάλυψα κι άλλο ειλικρινές μέλος στο κορμί μου. Ένα μικρό, τόσο δα, κομμάτι του μυαλού μου. Νιώθω να μ’ απειλεί. Τρομάζω. Τραβώ το παραβάν που ονομάζω πραγματικότητα και βολεύομαι καλύτερα στην αγαπημένη μου θέση στον καναπέ...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Γράψε ελεύθερα το σχόλιο σου,
Θα το αντέξω...