Πέμπτη 9 Ιουλίου 2009

η αρχή και το τέλος



Τον αγαπούσε… Το ένοιωσε απ’ την πρώτη στιγμή, όταν τα λόγια του χτύπησαν τις πιο κρυμμένες χορδές του είναι της. Ναι, τα λόγια του, ακόμα κι απ’ το πρώτο του τηλέφωνο στο γραφείο της… μόνο τα λόγια του… τον είχε ερωτευτεί από τα λόγια του.

Ποιος ξέρει τι απ’ όλ’ αυτά ήταν αλήθεια και τι ψέμα; Ποιος νοιαζόταν; Ποιος άλλος μπορούσε να την κάνει ν’ αναρριγά από θλίψη, από οίστρο, από ηδονή όσο αυτός; Τον αγάπησε απ’ την πρώτη στιγμή. Σα να της είχε κάνει μάγια.

Δεν έγινε ποτέ δικός της. Δεν ήθελε, δεν μπορούσε ν’ αγαπήσει κάποιο ασήμαντο πλάσμα σαν κι αυτήν. Ήξερε πως θα ήταν πάντα η μαριονέτα του. Κι όμως έκανε το μοιραίο λάθος κι είπε απ’ την αρχή το «σ’ αγαπώ».

Ήταν κι εκείνο το άλλο: ήταν κι οι δύο δεσμευμένοι σε οικογενειακές υποχρεώσεις και κανείς δεν έδειχνε διατεθειμένος να αλλάξει η ζωή του δρομολόγιο. Κι αυτός είχε όνειρα. Ζούσε μόνος σε ένα μικρό διαμέρισμα και τις ελεύθερες ώρες του έβαζε αγγελίες για εφήμερες γνωριμίες σε chat και ιστοσελίδες γνωριμιών.

Ήταν ερωτευμένη. Πολύ. Η λαχτάρα της δεν είχε όρια, δεν είχε ταβάνι, όπως έλεγε στις φιλενάδες της, προσπαθώντας να το διακωμωδήσει. Τι να διακωμωδήσει… Η ψυχή της το ήξερε, τι τραβούσε… Τι κλάμα έριχνε τα βράδια, όταν εκείνος χανόταν, όταν δεν έδινε σημεία ζωής. Ή τις φορές που της μιλούσε αδιάφορα, συγκαταβατικά, απόμακρα...

Ήταν ο έρωτας της ζωής της, το πίστευε. Το πίστευε κι ας η πείρα την είχε διδάξει, πως ποτέ δεν ξέρεις, ποτέ δεν μπορείς να καταλάβεις, παρά μονάχα από μακριά. Όταν όλα έχουν πια τελειώσει κι εσύ θεατής της πρότερης ζωής σου, σαν κριτικός κινηματογράφου, κάνεις replay τις σκηνές και βαθμολογείς ηθοποιία.

Ναι, τον πίστευε… Τον έβλεπε, όπως κοιτάζει το παιδί τον ξάστερο ουρανό τις νύχτες του καλοκαιριού και τρέχει αμέριμνα στον κήπο να πάρει το μπαλάκι που τού ‘πεσε κατά λάθος πίσω από την μάντρα.

Η ψυχή της πλημμυρισμένη προσμονή, ανυπομονησία.... Να τρέξει να τον βρει, να τον αγγίξει, να χαζέψει το ταξιδιάρικο βλέμμα του. Να χαθεί στις σιωπές και τις παύσεις του, να ενδώσει σε κάθε του επιθυμία.

Πόσο περίμενε… πόσο περίμενε τα πάντα… Από τη λέξη μέχρι την κίνηση, από το τηλεφώνημα μέχρι την πάντα αργοπορημένη άφιξή του στα λιγοστά ραντεβού τους. Πάντα περίμενε. Και πάντα υπήρχε μια δικαιολογία, πάντα συνέτρεχε κάποιος υπεράνω λόγος.

Ποτέ δεν φαντάστηκε πως περιμένει κάτι που δεν θα ερχόταν ποτέ… Γιατί απλά δεν υπήρχε, ήτανε όλα στο μυαλό της… Ήξερε, δεν ήξερε; Δεν ήξερε πως ο έρωτας κατασπαράσσει μόνον τον ερωτευμένο; Πως ο άλλος είναι μονάχα το καθρέφτισμα του πόθου της σ’ έναν καθρέφτη ανύπαρκτο;

Τι ξόδεμα, τι λάθος… Πόσο αφέθηκε σε χίμαιρες, που εκείνη -ειδικά εκείνη- θα έπρεπε να ξέρει… Τώρα ήταν αργά… Έβλεπε κι αυτή την όψη της κατακερματισμένη ν’ απλώνεται ακατάστατα στο χώρο και στο χρόνο της αδράνειας.

Κάποια στιγμή δεν άντεξε και τον ξεσκέπασε συνειδητοποιώντας τα ψέματα που της έλεγε. Λόγια και γεγονότα γεμάτα αντιφάσεις. Μία κλοτσιά και πάμε, μέχρι να βρούμε τοίχο στο άπειρο… Ανήμπορη, μουδιασμένη χάζευε τα κομμάτια της ψυχής της κι αναρωτιόταν: θα τη λύτρωνε ποτέ η αγάπη; Θα τη λύτρωνε ποτέ κάτι άλλο, πέρα από τη λήθη;

Όλα ήταν ένα παιχνίδι, που τελείωνε άδοξα και έπρεπε πάλι να πέσει κουρασμένη για ύπνο… Όμως οι μέρες της είχαν αρχίσει να φθινοπωριάζουν. Σαν μαθήτρια του Λυκείου, έκατσε κι έγραψε την ιστορία μιας αγάπης που έσβησε άδοξα. Μια ιστορία που είχε πλάσει στο μυαλό της… Και στο σχολείο δεν ήθελε να ξαναπάει.

Δεν ήταν πια παιδί…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Γράψε ελεύθερα το σχόλιο σου,
Θα το αντέξω...